Η επόμενη μέρα στην κοινωνία και την οικονομία
Γράφει ο Γιώργος Κατρούγκαλος
Η χώρα μας, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ανατολικά της Αυστρίας, φαίνεται να διέρχονται την υγειονομική κρίση του κορονοϊού χωρίς τις εκατόμβες των θυμάτων άλλων κρατών.
Ήδη όμως πρέπει ως κοινωνία και πολιτικό σύστημα να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της επόμενης μέρας σε αχαρτογράφητα νερά. Αν και δεν ξέρουμε ακόμη πόσο θα διαρκέσει η πανδημία, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και οι οικονομικοί αναλυτές συμφωνούν ότι οι συνέπειες της θα είναι πολύ βαρύτερες από την οικονομική κρίση του 2008-2014.
Τα πρώτα δείγματα είναι ανησυχητικά: στις ΗΠΑ, μολονότι λήφθησαν μέτρα ύψους άνω των 2 τρις δολαρίων, εκδηλώθηκε ήδη έκρηξη ανεργίας με 16 εκατομμύρια ανέργους.
Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι περισσότερο αισιόδοξα στην δική μας ήπειρο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμη μια φορά δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια πειστική συλλογική απάντηση στην κρίση. Τόσο σε ό,τι αφορά τα υγειονομικά, όσο και τα οικονομικά μέτρα, οι κύριες αντιδράσεις ήταν εθνικές και όχι κοινοτικές.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η Γερμανία μόνη της θα λάβει μέτρα στήριξης της οικονομίας της ύψους άνω του 1,1 τρις ευρώ, υπερδιπλάσιο δηλαδή ποσό από αυτό στο οποίο το Eurogroup δυσκολεύθηκε να συμφωνήσει στην συνεδρίασή του της προηγούμενης εβδομάδας.
Η ασφυκτική γερμανική ηγεμονία και οι θεσμικές δημοσιονομικές αγκυλώσεις της ΕΕ προοιωνίζονται μία ανάκαμψη στην οποία οι χώρες του νότου θα έχουν και πάλι ένα σημαντικό χάντικαπ σε σχέση με τις χώρες του βορρά: μεγαλύτερο κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων τους, εκτόξευση του δημοσίου χρέους τους και, κυρίως, κίνδυνο έκρηξης των ανισοτήτων και της ανεργίας.
Εάν δεν ληφθούν αποτελεσματικότερα μέτρα σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η ποιότητα των εθνικών δημοκρατιών θα τεθούν σε υπαρξιακό κίνδυνο.
Η κυβέρνηση θα πρέπει αφενός να διαδραματίσει ενεργότερο ρόλο στην υποστήριξη προοδευτικών, ευρωπαϊκών λύσεων όπως τα ευρωομόλογα, αφετέρου -και κυρίως- να κινητοποιηθεί για να αποτρέψει ένα νέο τραύμα στην ελληνική κοινωνία, χειρότερο από αυτό της μνημονιακής λαίλαπας.
Δυστυχώς όμως, τόσο στον τομέα της οικονομίας όσο και της εργασίας, τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί όχι μόνον υπολείπονται ποσοτικά όσων έχουν ληφθεί από άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά και ο προσανατολισμός τους φαίνεται να μη στοχεύει στην προστασία των πολλών και των αδύναμων.
Η άρνηση της κυβέρνησης για λήψη εμπροσθοβαρών μέτρων ενίσχυσης της εργασίας και όχι της αναστολής της, που θα αποτρέψουν σήμερα και όχι αύριο το κλείσιμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την επικείμενη έκρηξη της ανεργίας, συνδυάζονται με ακραία νεοφιλελεύθερα μέρα ελαστικοποίησης των όρων εργασίας, αδιανόητων ακόμη και για το ΔΝΤ, όπως η δυνατότητα απασχόλησης με το μισό μισθό των εργαζομένων πρακτικά όλων των επιχειρήσεων.
Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι επειδή δεν γνωρίζουμε πότε θα λήξει η κρίση δεν δικαιολογεί τη συνταγή του σταγονόμετρου που έχει επιλεγεί, εκτός εάν κρύβει μια θεμελιώδη, ταξική επιλογή: να αφεθούν στην τύχη τους οι ευάλωτες, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ούτως ώστε οι ενέσεις ρευστότητας που στο μέλλον θα διοχετευθούν στην πραγματική οικονομία να λειτουργήσουν αποκλειστικά προς όφελος των μεγάλων ομίλων.
Η χώρα μας έχει δύο μεγάλα πλεονεκτήματα: ένα οικονομικό, το μαξιλάρι ασφαλείας 37 δις που εξασφάλισαν οι θυσίες του ελληνικού λαού και η ορθή διαχείριση της προηγούμενης κυβέρνησης, ακριβώς για την αντιμετώπιση μιας κρίσης όπως η σημερινή. Και ένα πολιτικό: μία αξιωματική αντιπολίτευση που δεν επιλέγει τη δημαγωγική πολιτική την οποία αντιμετώπιζε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση. Ο κύριος Μητσοτάκης έχει ιστορική ευθύνη για τον τρόπο που θα διαχειριστεί και τα δύο.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Βουλευτής Β1 Βόρειου Τομέα Αθήνας, Τομεάρχης Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ