ΑΠΘ: Θύμα «fake news» μεγάλο ποσοστό πολιτών
Στην έρευνα το 50% δήλωσε πως έχει πέσει θύμα παραπληροφόρησης
Πολλοί πολίτες φαίνεται ότι παραμένουν, εν μέσω της πανδημίας Covid-19, επιρρεπείς στην παραπληροφόρηση, καθώς σε σημαντικό ποσοστό δηλώνουν ότι έχουν επηρεαστεί από κάποια ψευδή είδηση, χωρίς μάλιστα να κάνουν κάτι για αυτό όταν το συνειδητοποίησαν.
Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από την πρώτη έρευνα, που μελετά τη σχέση του κοινού με τα ΜΜΕ και την ενημέρωση, τόσο πριν από την πανδημία, όσο και κατά τη διάρκειά της, η οποία δείχνει ακόμα αισθητή αύξηση της εμπιστοσύνης στα επαγγελματικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ).
Την έρευνα πραγματοποίησε σε δύο φάσεις το Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας (International Peace Journalism Laboratory) του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ μαζί με την εταιρία «ierax analytix».
Η πρώτη φάση της πραγματοποιήθηκε στα μέσα Μαρτίου 2020 και η δεύτερη στα μέσα του τρέχοντος μηνός.
Και οι δύο φάσεις της έρευνας έγιναν διαδικτυακά και βασίστηκαν σε δείγμα 1.300 συμμετεχόντων άνω των 17 ετών και από τα δύο φύλα η καθεμία.
Μεταξύ δε των δύο φάσεων της έρευνας καταγράφεται μείωση του ποσοστού των πολιτών που δηλώνουν ότι έχουν επηρεαστεί από κάποια ψευδή είδηση (παρότι παραμένει μεγάλο), διπλασιασμός του αριθμού όσων ενημερώνονται από την τηλεόραση και μικρή αύξηση της ενημέρωσης από επιστημονικές πηγές.
Στις ηλικίες 25-34 η πλειονότητα όσων δεν έκαναν κάποια ενέργεια όταν έπεσαν θέματα παραπληροφόρησης
Αναλυτικότερα, στην πρώτη περίοδο της έρευνας, το 62% δήλωνε ότι έχει πέσει θύμα παραπληροφόρησης, ενώ το πρόβλημα αυτό παραμένει μεγάλο και στη δεύτερη φάση, αν και αισθητά μειωμένο (50%).
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Νίκος Παναγιώτου, αποδίδει τη μείωση αυτή σε δύο παράγοντες:
- πρώτον, στο γεγονός ότι οι πολίτες είναι πιο «υποψιασμένοι» και άρα αναγνωρίζουν ευκολότερα τις υπερβολές σε περιόδους κρίσεων όπως η τρέχουσα και
- δεύτερον, στο ότι επιλέγουν περισσότερο τα επαγγελματικά ΜΜΕ και την επαγγελματική δημοσιογραφία για την ενημέρωσή τους, έχοντας σε σημαντικό βαθμό εγκαταλείψει τα κοινωνικά δίκτυα ως κύρια πηγή πληροφόρησης (κάτι που συνέβαινε στο παρελθόν).
Εντυπωσιακό εύρημα είναι, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι σχεδόν τέσσερις στους δέκα (37%) όσων επηρεάστηκαν από μια ψευδή είδηση δηλώνουν ότι δεν έκαναν κάποια ενέργεια στη συνέχεια.
Τα υψηλότερα ποσοστά, μάλιστα, που φτάνουν στο 55%, όσων δηλώνουν ότι δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια, καταγράφονται στις ηλικίες 25-34.
Μεταξύ αυτών που αντέδρασαν, ποσοστό 39% ενημέρωσε φίλους και γνωστούς, 27% κατέβασε ή έσβησε την ανάρτησή του (όταν επρόκειτο για είδηση που αναρτήθηκε στα social media), 21% έκανε ανάρτηση ότι η είδηση ήταν ψευδής και 11% έστειλε μήνυμα στο μέσο για να το ενημερώσει.
Πηγές ενημέρωσης και υπερπληροφόρηση
Από τα νέα μέσα, στην ενημέρωση κυριαρχούν οι ενημερωτικές ιστοσελίδες (66%), ενώ στην περίπτωση της τηλεόρασης (57%), σχεδόν διπλασιάστηκε ο αριθμός όσων ενημερώνονται δια της συγκεκριμένης οδού, σε σχέση με την πρώτη περίοδο της έρευνας.
Σε ό,τι αφορά την κάλυψη της πανδημίας, στη δεύτερη περίοδο διαφαίνεται από τις απαντήσεις των πολιτών το φαινόμενο της υπερπληροφόρησης και η διαφωνία σημαντικού μέρους του κοινού με τον τρόπο κάλυψης του θέματος, καθώς το 40% όσων αποφεύγουν να ενημερώνονται πλέον, δηλώνουν αυτό ως αίτιο.
Επιπλέον, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ.Παναγιώτου, ο χρόνος που αφιερώνει το κοινό για την ενημέρωσή του, ο οποίος ήταν μέχρι μία ώρα πριν από την πανδημία και στη συνέχεια εκτινάχθηκε στο μέσο όρο των τριών ωρών στην πρώτη φάση της έρευνας, έχει πλέον ισορροπήσει -καίτοι διατηρείται αυξημένος- στις δύο ώρες.
Αύξηση εμπιστοσύνης προς τα ΜΜΕ μετά την πανδημία
Ως προς τον βαθμό εμπιστοσύνης προς τα ΜΜΕ, καταγράφεται αύξηση σε ένα βαθμό, σε σχέση με ό,τι έχει παρατηρηθεί πριν από την πανδημία, καθώς το 36% δηλώνει ότι εμπιστεύεται αρκετά τα ΜΜΕ, ενώ πριν από την πανδημία το ποσοστό αυτό σε άλλες έρευνες έφτανε στο 22% (έρευνα του Reuters Institute for the Study of Journalism, Oxford University).
Με άριστα το «5«, ο βαθμός εμπιστοσύνης τόσο προς το ραδιόφωνο όσο και προς τον Τύπο αυξάνει, με τη «βαθμολογία» να φτάνει σε 2,36 και 2,23 μονάδες αντίστοιχα, ενώ πολύ υψηλός, στις 2,67 μονάδες, είναι και για τις ενημερωτικές ιστοσελίδες (μέσος όρος απαντήσεων με άριστα το 5).
Η αύξηση του ενδιαφέροντος για επιστημονικές πηγές «επιτάσσει» αναπροσαρμογή της κατεύθυνσης των ΜΜΕ
Πολύ υψηλό είναι το ενδιαφέρον για πληροφόρηση από επιστημονικές πηγές, καθώς το 77% των συμμετεχόντων στην πρώτη φάση της έρευνας και το 80% στη δεύτερη δηλώνουν ότι τις επιλέγουν για την πληροφόρησή τους σχετικά με τα θέματα αυτά.
Το εύρημα αυτό, σύμφωνα με τους ερευνητές, υποδηλώνει πως τα ΜΜΕ απαιτείται να αναπροσαρμόσουν την κατεύθυνσή τους, δίνοντας έμφαση σε θέματα υγείας, επιστημονικής δημοσιογραφίας κ.λπ, ενώ παράλληλα έρχεται ως συνέχεια, κι επιβράβευση, του τρόπου με τον οποίο καλύφθηκε η κρίση από τους επαγγελματίες δημοσιογράφους.
«Στην ανάλυση της δεύτερης φάσης της έρευνας απεικονίζονται οι διαφορές στις απόψεις των πολιτών για την ποιότητα της ενημέρωσης και τα μέσα που επιλέγουν για να πληροφορηθούν σχετικά με τα τελευταία νέα της εξελισσόμενης κρίσης με τον κορονοϊό.
Είναι η μοναδική έρευνα που καταγράφει σε δυο χρόνους τις αντιδράσεις των πολιτών και ειδικά σε ό,τι σχετίζεται με την ενημέρωσή τους», εξηγεί ο κ.Παναγιώτου, προσθέτοντας ότι:
«Ένα μοντέλο αξιόπιστης ενημέρωσης, που βασίζεται σε πηγές, είναι καθοριστικής σημασίας για να κερδηθεί το στοίχημα της εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ, σε μια περίοδο που η εμπιστοσύνη αυτή έχει αρχίσει να αυξάνεται».