Η πρώτη μαρτυρία στη δίκη για τη δολοφονία του τοπογράφου Παναγιώτη Στάθη
Συγκλονίζει η χήρα του θύματος, περιγράφοντας απειλές και φόβο λίγο πριν την εκτέλεση.
Η δικαστική αίθουσα του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου έγινε σήμερα μάρτυρας συγκλονιστικών καταθέσεων, καθώς ξεκίνησε η ακροαματική διαδικασία για την εν ψυχρώ δολοφονία του τοπογράφου Παναγιώτη Στάθη. Το αποτρόπαιο έγκλημα, που διαπράχθηκε τον Ιούλιο του 2024 στο Ψυχικό, φέρνει ενώπιον της δικαιοσύνης έναν 45χρονο ως άμεσο δράστη και έναν 48χρονο ως συνεργό.
Αυστηρά μέτρα ασφαλείας λήφθηκαν για τη διεξαγωγή της δίκης, στην οποία παραστάθηκαν για την υποστήριξη της κατηγορίας η χήρα, τα δύο παιδιά και οι γονείς του θύματος. Πρώτη στο βήμα των μαρτύρων ανέβηκε η χήρα του Παναγιώτη Στάθη, η οποία με δάκρυα στα μάτια περιέγραψε τον σύζυγό της ως έναν άνθρωπο γεμάτο καλοσύνη και γενναιοδωρία, με κύριο κίνητρο στη ζωή και την εργασία του την οικογένειά του.
Η μάρτυρας αναφέρθηκε στις δραστηριότητες του συζύγου της σε Αθήνα, Μύκονο και άλλες περιοχές της επαρχίας, ενώ αποκάλυψε δύο σοβαρά περιστατικά απειλών που είχε δεχθεί ο τοπογράφος το 2021. «Είχαμε ένα τον Μάρτιο, μικρό περιστατικό ξυλοδαρμού και δεν δώσαμε σημασία. Μετά είχαμε τον Σεπτέμβριο. Σε αυτό το περιστατικό άκουσα φωνές και είδα μια μηχανή να είναι κρυμμένη κάτω από ένα δέντρο. Ακούστηκε “ένα βοήθεια χτυπήσανε το Παναγιώτη”. Τον βρήκα μέσα στα αίματα. Τον ρώτησα τι έγινε και μου είπε “ήρθε κάποιος και όρμησε πάνω μου και με χτύπησε”. Του έριξε ο δράστης τις μπουνιές και έφυγε. Ο άνδρας μου πήγε κατευθείαν στην αστυνομία», κατέθεσε η χήρα, περιγράφοντας το σοκ και την αγωνία της.
Σύμφωνα με την κατάθεση, οι υποψίες του Παναγιώτη Στάθη είχαν στραφεί σε έναν μεσίτη με τον οποίο είχε συνεργαστεί, η οποία όμως δεν ευδοκίμησε. «Ο σύζυγος μου ήταν κατατρομοκρατημένος. Ένιωθε ασφαλής να πηγαινοέρχεται πάντα μαζί με κάποιον», σημείωσε η μάρτυρας, υπογραμμίζοντας την ψυχολογική πίεση που υφίστατο.
Η χήρα αναφέρθηκε επίσης στην αναζήτηση νέας κατοικίας, όπου μια μεσίτρια, γνωστή από τις συναναστροφές της Μυκόνου, τους πρότεινε ένα σπίτι. Η εισαγγελέας έθεσε το ερώτημα αν αυτό το σπίτι βρισκόταν στην ίδια οδό και στον ίδιο αριθμό με τον πρώτο κατηγορούμενο, γεγονός που προκάλεσε έκπληξη. Παρότι η οικογένεια δεν προχώρησε στην αγορά, η σύμπτωση με την εύρεση των αυτοκινήτων που χρησιμοποιήθηκαν στη δολοφονία στο υπόγειο πάρκινγκ του κτιρίου όπου διέμενε η αδελφή του κατηγορούμενου, έκανε την εισαγγελέα να σχολιάσει: «Είναι μια μεγάλη σύμπτωση πάντως. Ολόκληρη η Αθήνα τόσα σπίτια και εσείς βρήκατε αυτά τα δύο…».
Η μάρτυρας περιέγραψε τη σταδιακή ανέλιξη του Παναγιώτη Στάθη, από βοηθός τοπογράφου σε αναγνωρισμένο ταλέντο με πλούσια εμπειρία, ιδιαίτερα στη Μύκονο. Αναφέρθηκε επίσης σε επιχειρηματικές επενδύσεις σε ακίνητα, με τα έσοδά τους να διοχετεύονται σε επενδύσεις γης.
Σχετικά με τη συνεργασία με τον μεσίτη στη Μύκονο, η χήρα διηγήθηκε πώς ο σύζυγός της πρότεινε την από κοινού αγορά ενός διπλανού ακινήτου, πρόταση που ο μεσίτης υλοποίησε μόνος του, πουλώντας το. «Όταν το έμαθε ο Παναγιώτης ήταν στη Μύκονο. Με πήρε τηλέφωνο, ήταν έξαλλος μου είπε “τέλος μαζί του”», ανέφερε, διευκρινίζοντας ότι ο σύζυγός της δεν ερχόταν σε ρήξη, απλώς απομακρύνονταν.
Η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος στην οδό Πάτμου, όπου βρέθηκε η μηχανή του εγκλήματος, κατέθεσε ότι οι θέσεις στάθμευσης ήταν πάντα άδειες και τόνισε ότι δεν γνωρίζει κανέναν από τους κατηγορούμενους.
Ο συνεργάτης του τοπογράφου επιβεβαίωσε τις υποψίες του θύματος για τον μεσίτη, ενώ περιέγραψε τη στιγμή της δολοφονίας, βλέποντας τον δράστη με το μαύρο σκούτερ και το λευκό κράνος. «Το μυαλό μου πήγε στην Μύκονο γιατί το αντικείμενο μας σε μεγάλο βαθμό ήταν εκεί.. Δεν πήγε το μυαλό μου σε κάποιον συγκεκριμένα», κατέθεσε.