ΕΝΦΙΑ: Αλλάζουν όλα από το 2022
Μετά τις εκ βάθρων αλλαγές στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων έρχεται το 2022 και ριζική αλλαγή στον ΕΝΦΙΑ, με μειώσεις σε φορολογούμενους με μικρά εισοδήματα αλλά και εξορθολογισμός του συμπληρωματικού φόρου, με πιθανή κατάργησή του.
Βασικός στόχος των αλλαγών είναι οι αυξήσεις στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων που θα τεθούν σε ισχύ από την 1η-1-2022 να μην προκαλέσουν αύξηση στο συνολικό ποσό εσόδων που θα εισπράξει το Δημόσιο το επόμενο έτος από την επιβολή του φόρου αυτού.
Σύμφωνα με τη «Βραδυνή της Κυριακής» , οι μέχρι τώρα πληροφορίες λένε ότι η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών φέρεται αποφασισμένη να προχωρήσει μέσα στο 2021 στη ριζική αναμόρφωση της νομοθεσίας για τον ΕΝΦΙΑ με παρεμβάσεις σε όλες τις βασικές παραμέτρους υπολογισμού του φόρου, προκειμένου οι χρεώσεις της συντριπτικής πλειονότητας των 6,3 εκατ. ιδιοκτητών, οι οποίοι επιβαρύνονται κάθε χρόνο με το φόρο αυτό, να μην αυξηθούν το 2022 σε σύγκριση με το 2021.
Η μεταρρύθμιση του ΕΝΦΙΑ θα προβλέπει, κατ’ αρχήν, ανακατατάξεις σε κλιμάκια και συντελεστές υπολογισμού του φόρου, ώστε να αντισταθμιστούν οι επιπτώσεις από τις αυξήσεις των αντικειμενικών τιμών στο μεγαλύτερο τμήμα της επικράτειας της χώρας. Δεν φθάνουν, όμως, μόνο οι παρεμβάσεις στα κλιμάκια και τους συντελεστές, καθώς υπάρχουν και άλλες παράμετροι που θα απαιτηθεί να αλλάξουν προκειμένου να διασφαλιστεί η αποφυγή των επιπλέον επιβαρύνσεων για τη συντριπτική πλειονότητα των ιδιοκτητών.
Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του ΕΝΦΙΑ, θα επαναξιολογηθεί και ο συμπληρωματικός φόρος, ο οποίος επιβαρύνει τα φυσικά πρόσωπα με αστική ακίνητη περιουσία (κτίσματα και εντός σχεδίων πόλεων ή οικισμών εκτάσεις γης), συνολικής αντικειμενικής αξίας μεγαλύτερης των 250.000 ευρώ. Όπως όλα δείχνουν, το πλέον πιθανό σενάριο είναι ο φόρος αυτός να συγχωνευτεί με τον κύριο φόρο, αναφέρει η εφημερίδα.
Μετά την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του ΕΝΦΙΑ, εφόσον διαπιστωθεί ότι στον κρατικό προϋπολογισμό του 2022 υπάρχει πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος, θα εξεταστεί το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης του φόρου κατά 8% μεσοσταθμικά, σε συνέχεια της μείωσης κατά 22% που σημειώθηκε το 2019.
Ποιοι παράμετροι θα «πειραχτούν»
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, από τις αντικειμενικές τιμές των ακινήτων επηρεάζονται:
Το ύψος του συντελεστή του κύριου ΕΝΦΙΑ. Ο υπολογισμός του κύριου ΕΝΦΙΑ γίνεται με βάση κλίμακα συντελεστών, στην οποία κάθε κλιμάκιο αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο εύρος αντικειμενικών τιμών Ζώνης ανά τ.μ. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με την κλίμακα αυτή, σε περιοχές όπου οι αντικειμενικές τιμές ζώνης ανά τ.μ. φθάνουν μέχρι τα 550 ευρώ, ο συντελεστής του κύριου ΕΝΦΙΑ ανέρχεται σε 2 ευρώ ανά τ.μ., σε περιοχές με τιμές ζώνης από 550,01 έως 750 ευρώ ανά τ.μ. ισχύει συντελεστής κύριου ΕΝΦΙΑ 2,8 ευρώ ανά τ.μ., κ.ο.κ.
Το ποσοστό μείωσης του κύριου ΕΝΦΙΑ. Μετά τον υπολογισμό του, ο κύριος ΕΝΦΙΑ μειώνεται ως εξής:
Κατά 30% για συνολική αντικειμενική αξία ακίνητης περιουσίας μέχρι 60.000 ευρώ.
Κατά 27% για συνολική αντικειμενική αξία ακίνητης περιουσίας από 60.000,01 μέχρι 70.000 ευρώ.
Κατά 25% για συνολική αντικειμενική αξία ακίνητης περιουσίας από 70.000,01 μέχρι 80.000 ευρώ.
Κατά 20% για συνολική αντικειμενική αξία ακίνητης περιουσίας από 80.000,01 μέχρι 1.000.000 ευρώ.
Κατά 10% για συνολική αντικειμενική αξία ακίνητης περιουσίας άνω του 1.000.000 ευρώ.
Το ύψος του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ. Ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ επιβάλλεται σήμερα με συντελεστές κλιμακούμενους από 0,15% έως 1,15% σε κάθε ακίνητη περιουσία φυσικού προσώπου –αποτελούμενη από κτίσματα και εντός σχεδίων πόλεων ή οικισμών εκτάσεις γης– συνολικής αντικειμενικής αξίας μεγαλύτερης των 250.000 ευρώ.
Η χορήγηση ή η μη χορήγηση απαλλαγής από τον ΕΝΦΙΑ κατά ποσοστό 50% σε ιδιοκτήτες με χαμηλά οικογενειακά εισοδήματα. Σε όσες περιοχές αποφασίστηκε να αυξηθούν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων από την 1η-1-2022, χιλιάδες φορολογούμενοι με πολύ χαμηλά ετήσια εισοδήματα και μικρής αξίας ακίνητη περιουσία κινδυνεύουν να χάσουν κατοχυρωμένα δικαιώματα μερικής απαλλαγής από τον ΕΝΦΙΑ, καθώς η συνολική αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας τους θα αυξηθεί και θα υπερβεί τα παραπάνω όρια μέχρι τα οποία αναγνωρίζονται τα δικαιώματα αυτά.
Το «ράλι» των μεταβιβάσεων προκύπτει από τα στοιχεία εξαμήνου. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο εξάμηνο οι μεταβιβάσεις ακινήτων ξεπέρασαν τις 101.000, όταν ήταν μόλις 72.000 το αντίστοιχο περσινό διάστημα και ανέρχονταν σε 99.000 το πρώτο εξάμηνο του 2019. Από αυτές, περισσότερες από 65.000 αφορούν σε μεταβιβάσεις ακινήτων, από τις οποίες προκύπτει φόρος για τα ταμεία του Δημοσίου, με τις συγκεκριμένες μεταβιβάσεις να διπλασιάζονται από τις 6.500 τον Ιανουάριο, σε περισσότερες από 13.000 τον Ιούνιο.
Παρά την επιφυλακτικότητα και τη στάση αναμονής της αγοράς από την έναρξη της υγειονομικής κρίσης, οι σταθερά θετικές προσδοκίες για την προοπτική αναχαίτισης της πανδημίας, ανάκαμψης του Τουρισμού και αποκατάστασης της εξωτερικής επενδυτικής ζήτησης συνετέλεσαν στην ανθεκτικότητα των τιμών τόσο των οικιστικών όσο και των επαγγελματικών ακινήτων. Μάλιστα, παρά τα αυξημένα εμπόδια που ανέκυψαν στην ολοκλήρωση πράξεων και επενδύσεων εξαιτίας της υπολειτουργίας των σχετικών υπηρεσιών του κράτους, το υψηλών προδιαγραφών τμήμα της αγοράς προσέλκυσε έντονο ενδιαφέρον και σημαντικού ύψους πράξεις από ιδιώτες, επιχειρήσεις και επενδυτές.
Σε αυτές τις παραμέτρους, οι οποίες συνετέλεσαν στην αύξηση των ονομαστικών τιμών των διαμερισμάτων κατά 3,2% το πρώτο τρίμηνο του έτους σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα , μετά από μέση αύξηση 4,3% το 2020, έρχεται να προστεθεί και η παράμετρος της επικείμενης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών ακινήτων.
Οι νέες τιμές τις οποίες ανακοίνωσε, στις αρχές Ιουνίου, το υπουργείο Οικονομικών φέρνουν μεγάλες αυξήσεις για μία στις δύο τιμές Ζώνης, επηρεάζοντας και το φόρο μεταβίβασης.
Για παράδειγμα, για την αγορά ενός διαμερίσματος 70 τετραγωνικών στου Ζωγράφου, όπου η τιμή ζώνης είναι σήμερα 1.450 ευρώ και αυξάνεται από τον Ιανουάριο σε 2.050 ευρώ, ο φόρος μεταβίβασης από 3.045 ευρώ σήμερα, κάνει άλμα στα 4.305 ευρώ στις αρχές Ιανουαρίου.
Από την περασμένη Τετάρτη, οι μεταβιβάσεις αυτές γίνονται μόνο ηλεκτρονικά από το γραφείο των συμβολαιογράφων χωρίς επίσκεψη των φορολογουμένων στην Εφορία. Ενδεικτικό είναι πως μέσα σε λίγες ώρες από τις 8 το πρωί έως τις 12 το μεσημέρι, οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ είχαν καταγράψει 150 ηλεκτρονικές μεταβιβάσεις.