Σαν Σήμερα: Σφαγή 350 φαντάρων στη Μακρόνησο
Η άγνωστη σφαγή της Μακρονήσου: 72 χρόνια από το στυγερό έγκλημα
Η σφαγή 350 φαντάρων του Α’ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών στη Μακρόνησο, ολοκληρώθηκε σαν σήμερα πριν από 72 χρόνια στις 29 Φλεβάρη και 1η Μάρτη του 1948.
Υπενθυμίζεται πως το 1947 στην Ελλάδα υπήρχαν πάνω από 49 φυλακές και ο συνολικός αριθμός κρατουμένων ήταν 11.244 άτομα.
Οι τόποι εξορίας ήταν 35 και λειτούργησαν σε πολλά από τα ξερονήσια, με τον αριθμό των εξόριστων σε αυτά να φτάνει στους 5.809 εξόριστους, από αυτούς οι 4.816 ήταν άνδρες, οι 853 γυναίκες και υπήρχαν και 140 παιδιά.
Ήταν στις 29 Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου του 1948 όταν πραγματοποιήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης αριστερών στρατιωτών στη Μακρόνησο, ένα από τα πλέον φρικιαστικά εγκλήματα της περιόδου του Εμφυλίου Πολέμου, με 350 νεκρούς.
Όλα άρχισαν το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου, όταν οι 4.500 κρατούμενοι φαντάροι ξεκίνησαν συντεταγμένα για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό.
Όταν οι αλφαμίτες υποχρέωσαν και τους ασθενείς στρατιώτες να ακολουθήσουν, ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες που χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για την ένοπλη επίθεση κατά των κρατουμένων.
Αργότερα διαπιστώθηκαν τα ονόματα 5 νεκρών και 10 βαριά τραυματισμένων.
Το πρωί της επόμενης μέρας, από περιπολικό του Βασιλικού Ναυτικού, ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης απευθύνθηκε με τηλεβόα προς τους κρατούμενους:
«Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν’ αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…».
Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά».
Ακολούθησε επίθεση κατά των κρατουμένων φαντάρων, με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς. Ο γιατρός του Α’ τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 κρατουμένων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού.
Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, αναφέρθηκε σε 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ακατοίκητο νησί Σαν Τζιόρτζιο.
Το στυγερό έγκλημα της Μακρονήσου, βρήκε πλήρη κάλυψη από τον αστικό Τύπο, που ανέφερε:
«Οι κομμουνισταί προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον», έγραψαν τα «Νέα».
Όπως έγραφε η «Βραδυνή», «οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσασα απεκατέστησε την τάξιν, εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των».
Η «Καθημερινή» αναφέρθηκε σε «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα που εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».
Χαρακτηριστική της βαρβαρότητας εκείνων των ημερών ήταν η φρίκη που προκάλεσε σε έναν από τα κεντρικά στελέχη της Διοίκησης του στρατοπέδου.
Ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, αξιωματικός του ΕΔΕΣ στα χρόνια της Κατοχής, αγανακτισμένος από το φρικιαστικό έγκλημα, ζήτησε την απομάκρυνσή του από τη Μακρόνησο.
Αφηγήσεις για τη μεγάλη σφαγή σε πρώτο πρόσωπο
Για τη μεγάλη σφαγή στη Μακρόνησο στο τρίτομο έργο με τίτλο «Μακρόνησος – Ιστορικός Τόπος», που εκδόθηκε από το ΚΚΕ (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») έχουν συγκεντρωθεί από πολλές πηγές δεκάδες μαρτυρίες. Παραθέτουμε σήμερα αποσπάσματα από ορισμένες από αυτές.
Η πρώτη μέρα της σφαγής
Ο Νίκος Παπανδρέου αναφέρει: «Πρωινή αναφορά πήρε ο υπασπιστής του Τάγματος υπολοχαγός Καστρίτσης. Αμέσως μετά διέταξε το Τάγμα να κατευθυνθεί συντεταγμένο προς το αμφιθέατρο. Ανάμεσά μας τριγυρίζει ο ανθυπολοχαγός Καρδάρας που έλεγε:
“Σήμερα θα μιλήσει ο Χριστός με το πιστόλι”. Όλοι βάλαμε τα γέλια, γιατί όλοι ξέραμε πως ο άνθρωπος αυτός είχε κάποια σημάδια παρανόησης. Επειδή, όμως, ήταν Κυριακή δεν αποκλείσαμε να έρθει κάποιος παπάς από το Λαύριο ή την Αθήνα για λειτουργία και κήρυγμα, όπως είπε και κάποια άλλη φορά. Μετά το μακελειό, ο Ιωαννίδης με τους αλφαμίτες μπρος στα αιμόφυρτα κορμιά εκβιάζουν για δήλωση: “Σκύψε κομμούνα να ιδείς, τα τίναξαν οι π…. Σειρά σου τώρα, καθάριζε…”».
Ο Νίκος Μανδράκος: «Το ντουφεκίδι κράτησε δευτερόλεπτα. Δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο (…) Η μικρότερη μάζα, γύρω στους δύο χιλιάδες άνδρες, που βρέθηκαν στην πλαγιά του θεάτρου, δέχτηκε τα πυρά. Είδε να σωριάζονται αιμόφυρτα παλικάρια δίπλα της και συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή πως πρόκειται για δολοφονία.
Έξαλλοι και αναστατωμένοι σηκώθηκαν όρθιοι κι άρχισαν να φωνάζουν: “Αίσχος… Ντροπή σας… Δολοφόνοι… εγκληματίες… δειλοί…”.
Μερικοί, ενεργώντας αμήχανα, σύρθηκαν προς το βάθος της χαράδρας. Οι περισσότεροι, όμως, αντιμετώπισαν το απαίσιο έγκλημα με ψυχραιμία και αποφασιστικά. Στάθηκαν όρθιοι και βλέποντας τους δολοφόνους (περίπου εκατό μέτρα τους χώριζαν), το Λόχο Ασφαλείας, φώναζαν τις λέξεις που προαναφέραμε (…)
Οι κρατούμενοι που ήταν στο θέατρο σχημάτισαν με τις παλάμες τους (αριστερά – δεξιά) φορεία. Τοποθέτησαν ευλαβικά τα θύματα και σιγά σιγά κατηφόρισαν στο γήπεδο. Πέντε νεκροί και πολλοί τραυματίες. Ολοι με πυροβόλα και όπλα. Από τους τραυματίες καμιά εικοσαριά βαριά. Αλλοι με τραύματα στο θώρακα, στο κεφάλι, στα χέρια, στα πόδια. Το αίμα έτρεχε αστείρευτο».
Η δεύτερη μέρα της σφαγής
Γράφει ο Διονύσης Γεωργάτος: «Η ώρα είναι περίπου 11. Από τα μεγάφωνα του περιπολικού, που πλέει δίπλα στους βράχους, ακούμε: “Προσοχή – Προσοχή”. Και ύστερα από δύο με τρία λεπτά: “Προσοχή – Προσοχή. Στρατιώται του Α’ Τάγματος. Σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης”.
Το πολεμικό προχωρεί, περνούν πάλι δύο – τρία λεπτά. Σφυρίζει και τα μεγάφωνα επαναλαμβάνουν και συνεχίζουν: “Στρατιώται του Α’ Τάγματος, εκάματε μιαν απερισκεψία. Ολίγα καθάρματα κομμουνισταί σάς παρέσυραν σε στάσιν κατά της πατρίδος. Οσοι από εσάς δεν συμφωνούν με τους δολοφόνους, οι οποίοι εδημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα, διαχωρίστε τας ευθύνας σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον Λόχον. Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει”.
Όλοι σχεδόν οι στρατιώτες, από όλους τους λόχους του στρατοπέδου, βγήκαν έξω απ’ τις σκηνές τους. Μερικοί ρωτούν, τι είπε το μεγάφωνο; “Δεν άκουσες συνάδελφε. Εμείς, λέει, κάναμε στάση, εμείς είμαστε δολοφόνοι”. Όσοι ήταν έξω απ’ τις σκηνές φωνάζουν:
“Αίσχος. Αίσχος. Δολοφόνοι. Φασίστες”. Σηκώνουν τα χέρια και ομαδικά μουντζώνουν με κατεύθυνση το πολεμικό (…)
Το περιπολικό, κατά μικρά διαστήματα, απομακρύνεται από την ακτή, για να επανέλθει με νέες οδηγίες και συμβουλές.
“Στρατιώται, το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει. Θα επιβάλει τον νόμον. Θα τιμωρήσει διά την στάσιν τους υπαίτιους. Εγκαταλείψετε τους κομμουνιστάς και μεταμεληθείτε. Η πατρίς θα σας συγχωρέσει…”.
Αυτή η δραστηριότητα για κάμποση ώρα του πολεμικού είναι για να μας τσακίσει τα νεύρα και να δημιουργήσει μέσα στους συναδέλφους μας το κλίμα της υποταγής και της ντροπής, να περάσουμε τη διαχωριστική γραμμή, να εγκαταλείψουμε και να απαρνηθούμε τους νεκρούς μας, που τιμητικά περιφρουρούσαμε στη σκηνή τους, να πάμε στη χαράδρα του 7ου Λόχου, δίπλα από το Λόχο Διοίκησης και να υπογράψουμε εκεί τις δηλώσεις μετανοίας, επειδή πολεμήσαμε στην Αντίσταση τους κατακτητές και επειδή από “απερισκεψία” χθες κάναμε τάχα στάση στο στρατόπεδο.
Όλο το Τάγμα διαισθάνεται τι πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει. Ακούει από τα μεγάφωνα του πολεμικού, βλέπει τις πολεμικές προετοιμασίες που γίνονται στο γήπεδο, οσμίζεται τη θύελλα που έρχεται. Με σφιγμένη όμως την καρδιά και καθαρή τη συνείδησή του στέκει όρθιο και περιμένει. Δε λυγίζει (…) Κανείς δεν κινείται προς τον 7ο Λόχο. Το Α’ Τάγμα αυτοπειθαρχημένο, μετρά τις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του”».
Ο Τάκης Παπανικολάου: «Εκδηλώθηκε επίθεση με όπλα εναντίον μας. Είχανε φέρει από το Γ’ Τάγμα επίλεκτους και μας χτυπούσαν. Κόλαση πυρός. Σειόταν το νησί. Οι φαντάροι αντίκριζαν το χάρο και μέσα στην αναστάτωσή τους κατευθύνονταν προς τα μαγειρεία. Μπροστά μου κι όξω από το γραφείο του 1ου Λόχου έπεσαν τραυματισμένοι θανάσιμα δύο φαντάροι. Ταραγμένος προσπάθησα να τους προσφέρω κάποια βοήθεια, μα ξεψύχησαν στα χέρια μου».
Ο Δημήτρης Διαμαντής: «Βλέπω ξαφνικά το φίλο μου τον κιθαρίστα το Θεσσαλονικιό, τον Αμυράλη Βενιζέλο, μέσα σε κείνο το καμίνι να στέκεται όρθιος. Ήταν μπλεγμένος ανάμεσα σε δυο σκηνές και γραδωμένος σε κάτι τριχιές. Βάζω δυνατή φωνή: “Βενιζέλο, σκύψε θα σε βρει βόλι”.
Μα ο Βενιζέλος δεν αποκρίθηκε, έμεινε ολόρθος, έτσι όπως σ’ άλλες εποχές, όταν έπαιζε κιθάρα και μας τραγουδούσε. Με τρόπο τον ζύγωσα. Πάγωσα. Ηταν νεκρός κι απ’ το λαρύγγι του έτρεχε αίμα».
Ο Χρυσόστομος Μαυρίδης: «Μέσα σε κείνη την κόλαση της φωτιάς μαζί με δυο άλλους στρατιώτες κουβαλούσαμε στο ιατρείο του στρατοπέδου έναν τραυματία με σπασμένα από ριπή πόδια (…) Ένας εθνοφρουρός από την Κοκκινιά ξαπλωμένος στο χώμα σπαρταρούσε σαν ψάρι. Μπροστά μου ένας σκοτωμένος, που η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι και του είχε σπάσει το κρανίο.
Τα μυαλά του είχαν χυθεί απέξω, όπως το αυγό, που σπάει στο βράσιμο και είχαν ανακατωθεί με αίμα και χώμα. Πόσους τραυματίες κουβαλήσαμε; Πόσους σκοτωμένους; Πόσα αυτοκίνητα φορτώσαμε; Μέσα μου όλα ήταν ανάκατα, μηχανικά φόρτωνα τ’ αυτοκίνητα, που γιόμιζαν νεκρούς».
Οι νεκροί
Η μαρτυρία του γιατρού Λεωνίδα Γεωργιλάκου είναι αποκαλυπτική: «Την άλλη μέρα, Δευτέρα 1η Μάρτη, εκεί στο Γ’ Τάγμα ακούγαμε τις συνεχείς ομοβροντίες όπλων και οπλοπολυβόλων, κλεισμένοι μέσα στις σκηνές. Ολοι μας, και οι στρατιώτες, που ήσαν κοντά μας, σκεφτόμασταν και συζητούσαμε για το σκοτωμό των παιδιών που γινόταν στο Α΄ Τάγμα.
Την Τρίτη το πρωί πήγα στο Α΄ Τάγμα. Ο διοικητής Βασιλόπουλος μαζί με τον ανθυπολοχαγό της Στρατολογίας Αλιμπράντη μάς κάλεσε και έδωσε εντολή να πάμε στο Γ’ Τάγμα, στο διοικητή Σκαλούμπακα, να διαπιστώσουμε το θάνατο στρατιωτών και να συντάξουμε και υπογράψουμε το πρωτόκολλο θανάτου τους. Μας ζήτησε άκρα εχεμύθεια, επαναλαμβάνοντας και τονίζοντας σε μας αυτή την υποχρέωση.
Στο Γ’ Τάγμα ο Σκαλούμπακας μας διέθεσε Αλφαμίτες που μας οδήγησαν στο καΐκι, στο οποίο ήταν στοιβαγμένα πτώματα στρατιωτών. Ηταν ένα τρομερό θέαμα.
Οι Αλφαμίτες μας φέρνανε έναν έναν τους νεκρούς και διαπιστώναμε το θάνατό τους και την ταυτότητά τους. Σε συνέχεια μας έφεραν νεκρούς, που είχαν σε μεγάλες σκηνές. Καταμετρήσαμε 180 νεκρούς στρατιώτες.
Μετά την καταμέτρηση οι Αλφαμίτες παίρνανε τα πτώματα και τα τοποθετούσαν στοιβαγμένα στο καΐκι. Ο Σκαλούμπακας συνεχώς παρακολουθούσε από κοντά όλη αυτή τη διαδικασία.
Φτιάξαμε την κατάσταση – πρωτόκολλο θανάτου των στρατιωτών, το υπογράψαμε και το απόγευμα, που γυρίσαμε στο Α’ Τάγμα, το παραδώσαμε στο διοικητή μας Βασιλόπουλο. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η προσωπική μου οδυνηρή εμπειρία για τη σφαγή στο ΑΕΤΟ».
Πολύτιμη είναι η μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη, καπετάνιου του καϊκιού που μετέφερε τους νεκρούς:
«Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου “Αγιος Νικόλαος”, επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου τη λέξη “νεκρός”. Ητανε δίπλα στον γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί.
Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
Λέω στον Σκαλούμπακα: “Το καΐκι δεν σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι”. Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…
Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό.
Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί.
Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου».
«Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α’ Τάγματος
τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά
ξεκολλημένα μαζί με το πετσί
απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση»
Γιάννης Ρίτσος