Δύο όψεις
Γράφει η Κωνσταντίνα Κόλλια
Με την απόφαση κατά τις Χρυσής Αυγής, η δημοκρατία ανάσανε ξανά ελεύθερα. Όλοι οι πολίτες της χώρας είπαμε πως άνοιξε ο δρόμος, για να τελειώσουμε επιτέλους με την εμφάνιση του ναζισμού στην Ελλάδα. Να δώσουμε ένα τέλος σε όλα αυτά τα εγκλήματα, να δικαιωθούμε και να αφήσουμε οριστικά πίσω μας τους αυτουργούς και υποκινητές τους.
Μόλις όμως παύσει το κοινό μέτωπο απέναντι στο ναζισμό, ήρθαμε αντιμέτωποι με άλλα πρόσωπα του φασισμού, καλυμμένα με άλλα πρόσημα. Τα θλιβερά επεισόδια έξω από το Εφετείο, που επιχείρησαν να αμαυρώσουν μια ιστορική μέρα για τη Δικαιοσύνη ήταν το πρώτο καμπανάκι, ότι κάποιοι σκόπιμα επιθυμούν να υπονομεύουν την εθνική ομοψυχία ακόμα και σε μια τέτοια περίσταση που δεν θα μπορούσε να την καπηλευθεί κανένας, αφού η μέρα ανήκε στη Δικαιοσύνη.
Τις επόμενες μέρες τα γεγονότα ξετυλίχθηκαν ραγδαία, το ένα μετά το άλλο. Επιθέσεις σε σπίτια δημοσιογράφων, σε γραφεία βουλευτών, σε πολιτικές οργανώσεις και οι δημόσιες δηλώσεις μελών της νεολαίας της αντιπολίτευσης, που αποζητούν το θάνατο ανθρώπων, είναι δυο λέξεις: φασιστική βία.
Κι αφού η αξιωματική αντιπολίτευση διέψευσε μετά παρρησίας ότι εκείνος ο νοσταλγός μιας τρομοκρατικής οργάνωσης που της ζήτησε να ξαναπιάσει τα όπλα και να δολοφονήσει ανθρώπους, είναι μέλος της και εγκάλεσε την Κυβέρνηση ότι επιχειρεί να καλύψει τα νώτα της, δεν βρήκε τίποτα να πει για το πρωτοσέλιδο της «Αυγής».
Μια ένοχη σιωπή, η ίδια ντροπή του γονιού που περιμένει να μαλώσει το «άτακτο» παιδί του, πίσω απ’ την κλειστή πόρτα του σπιτιού του, ενώ μπροστά σε όλους τους υπόλοιπους έσπευσε να το δικαιολογήσει. Μια συγγνώμη του ΣΥΡΙΖΑ ίσως να μην ήταν αρκετή. Θα ήταν όμως μια καλή αρχή.
Ο φασισμός δεν αναγνωρίζεται επιλεκτικά. Έχει χίλια πρόσωπα. Και όσο κάποιοι μεταχειρίζονται αντιδημοκρατικές πρακτικές για να καταφέρουν να κλέψουν λίγη δημοσιότητα για προσωπικό τους δημοσκοπικό κέρδος, θα αντιμετωπίζουμε πάντα τον ίδιο εχθρό του κράτους δικαίου.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Όσο κι αν αυτό αποτελεί προσφιλή τακτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στη Δημοκρατία δεν υπάρχει χώρος για τυφλή βία, με όποιο χρώμα κι αν είναι βαμμένη, απ’ όσο «ψηλά» ή «χαμηλά» κι αν εκφράζεται.