Η πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2026: Προκλήσεις και ευκαιρίες
Ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, αναλύει τις προοπτικές, την επίδραση του RRF και τις επόμενες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις.
Η ελληνική οικονομία προσεγγίζει το 2026 με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ξεπερνώντας κατά τα τελευταία χρόνια τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα. Σε άρθρο του στην εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής”, ο κ. Στουρνάρας τονίζει ότι η αυτή η εξέλιξη δεν είναι συγκυριακή, αλλά αντανακλά την ενίσχυση των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την αποκατάσταση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας.
Κεντρικός άξονας της ανάκαμψης και επιτάχυνσης των επενδύσεων αποτέλεσε ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Ωστόσο, το 2026 σηματοδοτεί έτος μετάβασης, καθώς η οικονομία καλείται να διατηρήσει τη δυναμική της εν μέσω σταδιακής ολοκλήρωσης του RRF και αυξημένων διεθνών αβεβαιοτήτων.
Η βασική πρόκληση για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια είναι η διατήρηση υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών μεγέθυνσης. Η ανάπτυξη, όπως σημειώνει ο κ. Στουρνάρας, δεν μπορεί πλέον να βασίζεται πρωτίστως στην κατανάλωση, αλλά απαιτεί σταθερή ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας. Παρά την πρόοδο, το επενδυτικό κενό της δεκαετίας της κρίσης παραμένει, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για συνεχή αύξηση των επενδύσεων σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, καινοτομία, καθώς και στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Η περίοδος 2019-2024 χαρακτηρίστηκε από ισχυρή αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα, με σωρευτικούς ρυθμούς υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κατευθυνόμενες σε κρίσιμους τομείς όπως υποδομές, ενέργεια, ψηφιακά δίκτυα και μεταποίηση. Ιδιαίτερα θετική ήταν η επίδοση των άμεσων ξένων επενδύσεων, ενισχυμένη από τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη σταθερότητα της οικονομικής πολιτικής.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναδείχθηκε σε βασικό καταλύτη της ανάκαμψης, με την Ελλάδα να επιτυγχάνει υψηλούς ρυθμούς απορρόφησης, συγκαταλεγόμενη στα ταχύτερα κράτη-μέλη στην υλοποίηση του προγράμματος. Η χώρα είχε ήδη εισπράξει περίπου το 65% των διαθέσιμων πόρων και είχε ολοκληρώσει σχεδόν το 50% των συμφωνημένων στόχων έως το 2025, μια επίδοση σημαντικά υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Σημαντικοί πόροι έχουν ήδη διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία και τη Γενική Κυβέρνηση μέσω επιχορηγήσεων, ενώ το δανειακό σκέλος του RRF αξιοποιήθηκε ως μηχανισμός μόχλευσης ιδιωτικών κεφαλαίων. Έργα ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ είχαν συμβασιοποιηθεί έως το τέλος του 2025, στηρίζοντας επενδυτικά σχέδια, κυρίως σε εξωστρεφείς και καινοτόμους κλάδους.
Η επίδραση των δανείων του RRF θα συνεχιστεί και μετά το 2026, με εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις έως και το 2029, διατηρώντας ενεργή την επενδυτική δραστηριότητα και κινητοποιώντας πρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια, εξασφαλίζοντας μια σταδιακή μετάβαση στη μετα-RRF περίοδο.
Η «επόμενη ημέρα» μετά το RRF δεν σημαίνει έλλειψη αναπτυξιακών πόρων. Το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων έχει αυξηθεί, ενώ το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2026-2029 προβλέπει σημαντικούς πόρους για δημόσιες επενδύσεις. Επιπλέον, νέα ευρωπαϊκά ταμεία θα στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα την περίοδο 2026-2032.
Το επόμενο ΕΣΠΑ θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, αναμένεται να διατηρήσει αντίστοιχο ύψος πόρων με το τρέχον, καλύπτοντας ανάγκες σε μεγάλες υποδομές, μεταφορές, ενέργεια, ψηφιακά δίκτυα και περιφερειακή ανάπτυξη. Η πρόκληση έγκειται στη στόχευση των πόρων σε έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Πέρα από τα χρηματοδοτικά εργαλεία, ο μόνιμος χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων σε δικαιοσύνη, χωροταξία, δημόσια διοίκηση, ψηφιοποίηση και εκπαίδευση ενισχύει την παραγωγικότητα και το επενδυτικό περιβάλλον, θέτοντας τις βάσεις για διατηρήσιμη μεγέθυνση.
Το τραπεζικό σύστημα θα προσφέρει σημαντική στήριξη, με τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών να έχουν βελτιωθεί ουσιαστικά, όπως επιβεβαιώνουν τα stress tests του 2025. Η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει ισχυρή, ενώ η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου έχει βελτιωθεί, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να έχει συγκλίνει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει σε υψηλά επίπεδα, υποστηριζόμενη από τη θετική πιστωτική επέκταση, τα έσοδα από προμήθειες και τον περιορισμό των λειτουργικών εξόδων. Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων συνεχίζει να αυξάνεται, στηρίζοντας επενδύσεις και ανάπτυξη, με τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα να διαδραματίζουν αυξανόμενο ρόλο στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Συνολικά, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2026 διαγράφονται θετικές, με προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης 2%-2,4%, υπό την προϋπόθεση διατήρησης της μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Οι διεθνείς κίνδυνοι παραμένουν, αλλά δεν συνιστούν βασική απειλή. Η πρόκληση για την οικονομική πολιτική είναι να διατηρήσει τη μεταρρυθμιστική ορμή, να ενισχύσει τις επενδύσεις και να αξιοποιήσει τα θεμέλια για μακροχρόνια και βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία.
Το διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα, με την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις ανακατατάξεις στο διεθνές εμπόριο να συνιστούν βασικές πηγές κινδύνου. Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων ευνοεί τις επενδύσεις, αλλά η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας ενδέχεται να περιορίσει τη ζήτηση για ελληνικές εξαγωγές.
Η αγορά εργασίας αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται, αν και με ηπιότερους ρυθμούς. Το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί, αλλά παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ενώ αναδεικνύονται ζητήματα ποιοτικού χαρακτήρα, όπως ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό.
Η αύξηση των μισθών στηρίζει το διαθέσιμο εισόδημα, αλλά η πρόκληση για το 2026 είναι η σύνδεση των μισθολογικών αυξήσεων με την ενίσχυση της παραγωγικότητας, ώστε να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα και να αποφευχθούν πληθωριστικές πιέξεις.
Τα δημόσια οικονομικά παρουσιάζουν αισθητή βελτίωση, με το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να ακολουθεί πτωτική πορεία. Το 2026 αναμένεται να διατηρηθεί δημοσιονομικός χώρος για επενδύσεις και κοινωνικές παρεμβάσεις. Η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας παραμένει κρίσιμη, ιδίως ενόψει της επαναφοράς των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων.
Παρά τη σαφή πρόοδο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η μικρή μέση κλίμακα των επιχειρήσεων και η περιορισμένη εξαγωγική βάση. Το 2026 αποτελεί κρίσιμο σημείο καμπής για την επιτάχυνση της αναπτυξιακής της δυναμικής, μέσω της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων και της στοχευμένης αξιοποίησης των επενδυτικών πόρων.

