Μπριζίτ Μπαρντό: Από τη λάμψη του σινεμά στην υπεράσπιση των ζώων, η αμφιλεγόμενη πορεία ενός είδωλου
Η ζωή, οι ρόλοι, οι σχέσεις και οι διαμάχες της γαλλικής ηθοποιού που τάραξε τα νερά του κινηματογράφου και της κοινωνίας.
Η Μπριζίτ Μπαρντό, η θρυλική Γαλλίδα ηθοποιός, μοντέλο και ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ζώων, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, άφησε πίσω της μια ζωή γεμάτη επιτυχίες, σκάνδαλα και αμφιλεγόμενες δηλώσεις. Από τα πρώτα της βήματα στον κινηματογράφο, η Μπαρντό αμφισβήτησε τα κοινωνικά ήθη και πρωτοστάτησε σε αυτό που πολλοί αποκαλούν «σεξουαλική επανάσταση».
Το 1958, ένα άρθρο της LA Mirror έθετε το ερώτημα αν έπρεπε να «απαγορευτεί» η Μπριζίτ Μπαρντό, με τον αρθρογράφο Ντικ Γουίλιαμς να εκφράζει τον αποτροπιασμό του για την «αχτένιστη» εμφάνισή της, τα «βαθιά ντεκολτέ» και τη «χαλαρή στάση της απέναντι στον γάμο», χαρακτηρίζοντάς την «σοκαριστική και ανήθικη». Η έντονη αυτή αντίδραση δεν ήταν μεμονωμένη, όπως διαπιστώνει ο βρετανικός Independent.
Η διεθνής αναγνώριση ήρθε με την ταινία του 1956, «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», όπου υποδύθηκε μια τολμηρή έφηβη με ελεύθερη σεξουαλική ηθική. Η ταινία έκανε ρεκόρ εισπράξεων για ξενόγλωσση παραγωγή στις ΗΠΑ, αποφέροντας 4 εκατομμύρια δολάρια. Ο σάλος γύρω από την Μπαρντό, αντί να βλάψει την ταινία, την εκτόξευσε. Απαγορεύτηκε σε ορισμένες πολιτείες, ενώ ένας εισαγγελέας στη Φιλαδέλφεια την χαρακτήρισε «άσεμνη, βλάσφημη, χυδαία, απρεπή ή ανήθικη».
Η φιλόσοφος Σιμόν ντε Μποβουάρ, στο δοκίμιό της «Το σύνδρομο Λολίτα» (1959), αναφερόταν στη νεανική γοητεία της Μπαρντό, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ένας άγιος θα πουλούσε την ψυχή του στον διάβολο μόνο και μόνο για να τη δει να χορεύει». Οι πρώτοι της κινηματογραφικοί ρόλοι θεωρούνται ότι πυροδότησαν τη σπίθα της σεξουαλικής επανάστασης, ενώ ο όρος «Γατούλα του σεξ» επινοήθηκε για εκείνη.
Η Μπαρντό αρνήθηκε δελεαστικές προτάσεις του Χόλιγουντ και εγκατέλειψε την υποκριτική πριν τα 40. Στα μεταγενέστερα χρόνια, βρέθηκε αντιμέτωπη με νομικές κυρώσεις για προσβλητικά σχόλια στα απομνημονεύματά της, όπως η επιθυμία της να διακόψει την κύηση του γιου της, και για υποκίνηση μίσους με δηλώσεις της για το Ισλάμ και τους κατοίκους της Ρεϊνιόν.
Η γέννησή της στο Παρίσι στις 28 Σεπτεμβρίου 1934, η φοίτηση σε ιδιωτικό σχολείο και οι σπουδές κλασικού μπαλέτου στο Ωδείο του Παρισιού, διαμόρφωσαν την αρχή της πορείας της. Στα 15, ένα εξώφυλλο στο περιοδικό Elle τράβηξε την προσοχή των κινηματογραφιστών. Μετά από μια αποτυχημένη οντισιόν, ερωτεύτηκε τον σεναριογράφο Ροζέ Βαντίμ. Οι γονείς της απαγόρευσαν τον γάμο της 16χρονης τότε Μπαρντό με τον 22χρονο Βαντίμ, οδηγώντας την σε απόπειρα αυτοκτονίας.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1952, και η Μπαρντό, έχοντας ήδη συμμετάσχει σε 15 ταινίες, έλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Βαντίμ, «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα». Ο γάμος τους έληξε λόγω δεσμού της Μπαρντό με τον συμπρωταγωνιστή της Ζαν-Λουί Τρεντινιάν. Το 1959 παντρεύτηκε τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ, με τον οποίο απέκτησε τον γιο της, Νικολά-Ζακ.
Στα απομνημονεύματά της (1996), περιέγραψε τη δυσφορία της κατά την εγκυμοσύνη, αναφερόμενη στο αγέννητο παιδί της ως «καρκινικό όγκο» και περιγράφοντας τις πράξεις της για να λάβει μορφίνη, καθώς οι αμβλώσεις ήταν παράνομες. Οι δηλώσεις της ότι θα προτιμούσε «να είχε γεννήσει ένα σκυλάκι» οδήγησαν στην καταδίκη της για αποζημίωση στον Σαριέ και τον γιο τους.
Μετά τη γέννηση του παιδιού της, πρωταγωνίστησε στο δικαστικό δράμα «Η Αλήθεια», μια από τις επιτυχημένες της ταινίες. Ωστόσο, τα γυρίσματα ήταν ταραχώδη λόγω δεσμού με τον συμπρωταγωνιστή της Σαμί Φρέι και νέας απόπειρας αυτοκτονίας κατά τον χωρισμό της από τον Σαριέ.
Η ερμηνεία της στο «Η Περιφρόνηση» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ (1963) θεωρείται από πολλούς η κορυφαία της. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και ο πρώτος της δίσκος, «Brigitte Bardot Sings». Η σχέση της με τον Σερζ Γκενσμπούρ, που ξεκίνησε το 1959 και αναζωπυρώθηκε το 1967, οδήγησε στη σύνθεση του «Je t’aime… moi non plus», ενός τραγουδιού που προκάλεσε σάλο λόγω των ερωτικών ήχων. Ο τότε σύζυγός της, Γκίντερ Ζακς, απαίτησε την απόσυρσή του, με τον Γκενσμπούρ να το επανηχογραφεί με την Τζέιν Μπίρκιν.
Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στο «Colinot Trousse-Chemise». Στα 39 της, ανακοίνωσε την αποχώρησή της από τον κινηματογράφο και τη μουσική, επιθυμώντας «έναν κομψό τρόπο εξόδου». Εγκαταστάθηκε στο Σεν-Τροπέ, όπου αφιερώθηκε στη φιλοζωία. Το 1992 παντρεύτηκε τον τέταρτο σύζυγό της, Μπερνάρ ντ’ Ορμάλ.
Στα επόμενα χρόνια, οι δηλώσεις της προκάλεσαν αντιδράσεις, χαρακτηρίζοντας τους ομοφυλόφιλους «τερατουργήματα» και εκφράζοντας ανησυχίες για την «διείσδυση» μουσουλμάνων στη Γαλλία. Μεταξύ 1997 και 2008, βρέθηκε πέντε φορές στο δικαστήριο για υποκίνηση φυλετικού μίσους. Το 2019 μηνύθηκε εκ νέου για δηλώσεις σχετικά με τους κατοίκους της Ρεϊνιόν. Μέχρι το τέλος, παρέμεινε αιχμηρή, δηλώνοντας τον Μάιο του 2025: «Ο φεμινισμός δεν είναι για μένα. Μου αρέσουν οι άντρες».
Παρά τις ακραίες της απόψεις, η επιρροή της στην κουλτούρα και τη μόδα παραμένει αδιαμφισβήτητη. Η Μπριζίτ Μπαρντό καθιέρωσε τάσεις στη μόδα, από ριγέ μπλούζες και καρό φορέματα μέχρι μπαλαρίνες και το μπικίνι. Και μετά τον θάνατό της, παραμένει μούσα και πηγή έμπνευσης, έχοντας δηλώσει χωρίς μεταμέλεια: «Δεν είχα τίποτα άλλο να πω. Τώρα αγαπώ τη φύση και την ηρεμία».

