Η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα: Ανάπτυξη και Προκλήσεις το 2025
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει επιβράδυνση στην αύξηση των τιμών, αλλά διατήρηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Το 2025, η ελληνική αγορά ακινήτων συνεχίζει να αποτελεί πόλο έλξης για εγχώριες και διεθνείς επενδύσεις, ιδιαίτερα στους τομείς της κατοικίας, της φιλοξενίας και των σύγχρονων γραφείων. Παρόλο που οι τιμές των κατοικιών παρουσίασαν περαιτέρω αύξηση, η προσφορά νέων ακινήτων παρέμεινε περιορισμένη, επηρεασμένη από γραφειοκρατικές εκκρεμότητες και το αυξημένο κόστος κατασκευής.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσω της ενδιάμεσης έκθεσής της, επισημαίνει ότι όσοι αναμένουν δραστική μείωση των τιμών ακινήτων, οικιστικών και μη, πιθανότατα θα διαψευστούν. Αντιθέτως, αναμένεται μόνο μείωση του ρυθμού αύξησης των τιμών. Ένα δεύτερο “καμπανάκι” από την κεντρική τράπεζα αφορά τη γενικότερη απαίτηση για απλοποίηση των διαδικασιών μεταβίβασης ακινήτων, ενώ ένα τρίτο τονίζει ότι η οικιστική ανάπτυξη της Αττικής προϋποθέτει σημαντικά έργα υποδομής.
Το ζήτημα της στεγαστικής προσιτότητας βρίσκεται στο επίκεντρο, εξαιτίας των αυξήσεων τόσο στις αγοραίες αξίες όσο και στα μισθώματα, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η πολιτεία έχει υλοποιήσει και εξαγγείλει πρωτοβουλίες όπως τα προγράμματα “Σπίτι μου Ι και ΙΙ”, επιδοτήσεις ενοικίου, φορολογικές μειώσεις για κύριες κατοικίες σε μικρούς οικισμούς και αξιοποίηση δημόσιων ακινήτων για κοινωνική κατοικία. Μια πρόσφατη δέσμη μέτρων, που θα εξειδικευθεί εντός του 2026, στοχεύει στη στήριξη της προσφοράς κατοικίας, μέσω της οικιστικής αξιοποίησης ανενεργών επαγγελματικών χώρων και της αναβάθμισης παλαιότερων κατοικιών. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις αυτές ενδέχεται να έχουν περιορισμένη βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα, καθώς κάποιες ενισχύουν τη ζήτηση και άλλες απαιτούν μακρόχρονο ορίζοντα υλοποίησης.
Στην αγορά κατοικιών, οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στις τιμές των διαμερισμάτων, αν και επιβραδύνονται σε σχέση με το προηγούμενο έτος, παραμένουν σταθερά ανοδικοί. Το εννεάμηνο του 2025, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 7,5%, έναντι 9,7% την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Η αύξηση ήταν ελαφρώς εντονότερη για τα παλαιότερα διαμερίσματα (άνω των 5 ετών) κατά 7,7% σε σχέση με τα νέα (7,3%). Γεωγραφικά, η Θεσσαλονίκη, οι άλλες μεγάλες πόλεις και οι λοιπές περιοχές της χώρας κατέγραψαν υψηλότερους ρυθμούς αύξησης (9,7%, 8,5% και 8,9%) σε σχέση με την Αθήνα (6,1%). Παρά την άνοδο των αξιών, το επενδυτικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό εμφανίζεται ελαφρώς συγκρατημένο, σύμφωνα με τα στοιχεία του προγράμματος Golden Visa και των άμεσων ξένων επενδύσεων.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον, καθώς και οι ανοδικές τάσεις των τιμών, αναμένεται να συνεχιστούν, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς, εφόσον η ζήτηση δεν επηρεαστεί αρνητικά από διεθνείς μακροοικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Το τμήμα της αγοράς υψηλότερων προδιαγραφών αναμένεται να διατηρήσει θετική πορεία, τροφοδοτούμενο από το ξένο ενδιαφέρον, τον τουρισμό, τη βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών και την αναβάθμιση των υποδομών.
Παρά τις θετικές εξελίξεις, η ελληνική αγορά ακινήτων εξακολουθεί να περιορίζεται από γραφειοκρατία και καθυστερήσεις. Η απλοποίηση των διαδικασιών σε όλα τα στάδια είναι απαραίτητη για την προσέλκυση επενδύσεων και την επίλυση του προβλήματος της περιορισμένης προσφοράς. Στην Αττική, η αυξανόμενη συγκέντρωση πληθυσμού και επενδυτικής δραστηριότητας, με την ανάπτυξη νέων “πράσινων” γραφειακών χώρων στον βορρά και τον πόλο του Ελληνικού στα νότια, αναμένεται να μεταβάλει τη ζήτηση. Αυτή η εξέλιξη καθιστά επιτακτική την ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές, ώστε η ανάπτυξη της Αττικής να είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
