Η ελληνική οικονομία το 2025: Σταθερότητα και δυναμική παρά τη διεθνή αβεβαιότητα
Η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσιάζει τα θετικά σημάδια ανθεκτικότητας, ενισχυμένα από επενδύσεις, τουρισμό και ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες.
Η ελληνική οικονομία, παρά τις παγκόσμιες αβεβαιότητες, παρουσίασε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και δυναμική το 2025. Η σταθερή πιστωτική επέκταση, η συνεχιζόμενη πτώση των επιτοκίων και η βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, όπως αναλύεται στο “Note on the Greek Economy” της Τράπεζας της Ελλάδος, στήριξαν την πορεία της.
Σημαντικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην ενίσχυση της ανάπτυξης και τον περιορισμό των κραδασμών από τις διεθνείς αγορές περιλαμβάνουν τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας, την υπεραπόδοση των ελληνικών ομολόγων και μετοχών, την ισχυρή πορεία του τουρισμού και των υπηρεσιών, καθώς και τη σταθερή απορρόφηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Παρά τις πιέσεις από την ανατίμηση του ευρώ στην ανταγωνιστικότητα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η πρόοδος στις επενδύσεις και η επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα διαμορφώνουν ένα ισχυρότερο, πιο αξιόπιστο και θωρακισμένο οικονομικό πλαίσιο.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις κινήθηκε δυναμικά το 2025, σε συνάρτηση με την οικονομική ανάπτυξη και τη μείωση των επιτοκίων. Ταυτόχρονα, επιταχύνθηκε ο ρυθμός αύξησης των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, ενώ τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων παρουσίασαν πτωτική πορεία, ιδιαίτερα στα δάνεια προς τις επιχειρήσεις.
Οι αποδόσεις και τα spreads των κρατικών ομολόγων, από την αρχή του 2025, επέδειξαν ανθεκτικότητα σε ένα ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον. Οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού Δημοσίου συνέβαλαν στον περιορισμό των επιπτώσεων από την αυξημένη μεταβλητότητα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Επιπλέον, τα ελληνικά εταιρικά ομόλογα και οι μετοχές υπεραπέδωσαν έναντι των αντίστοιχων της ευρωζώνης, παραμένοντας λιγότερο εκτεθειμένα στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αναταραχή που προκλήθηκε από την αβεβαιότητα γύρω από την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ.
Παρότι η ανατίμηση της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας συνεχίστηκε, ο δείκτης ανταγωνιστικότητας με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας παρουσίασε βελτίωση, αν και με χαμηλότερο ρυθμό, παρά τις αυξήσεις των μισθών. Ωστόσο, ο δείκτης ανταγωνιστικότητας τιμών συνέχισε να επιδεινώνεται, κυρίως λόγω της ανατίμησης του ευρώ.
Η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση στον δείκτη παραγωγής υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Σεπτέμβριο του 2025, με πρωτοστάτες τα καταλύματα και την εστίαση. Τα ταξιδιωτικά έσοδα αυξήθηκαν ονομαστικά κατά 9,0% την περίοδο Ιανουαρίου–Σεπτεμβρίου 2025, φθάνοντας τα 20,1 δισ. ευρώ, ενώ οι αφίξεις τουριστών ανήλθαν σε 31,6 εκατ. το πρώτο εννεάμηνο του έτους. Ο ελληνικός τουρισμός αναμένεται να παραμείνει σε τροχιά ισχυρής επίδοσης για το σύνολο του 2025.
Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (HICP) διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 2,9% την περίοδο Ιανουαρίου–Νοεμβρίου 2025. Η διαφορά πληθωρισμού με τη ευρωζώνη περιορίστηκε σημαντικά, λόγω των χαμηλών πληθωριστικών επιδόσεων της Ελλάδας.
Η Έρευνα για την Αγορά Επαγγελματικών Ακινήτων της Τράπεζας της Ελλάδος έδειξε ότι οι αποδόσεις των ακινήτων γραφείων και των εμπορικών ακινήτων κυμάνθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο.
Στο πλαίσιο της απορρόφησης πόρων, η Ελλάδα έλαβε 1,6 δισ. ευρώ από διαρθρωτικά ταμεία και 2,3 δισ. ευρώ από αγροτικές επιδοτήσεις το διάστημα Ιανουαρίου–Σεπτεμβρίου 2025. Από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), η χώρα έχει εισπράξει σημαντικά ποσά από το 2021, με το 65% του συνολικού πακέτου των 36 δισ. ευρώ να έχει ήδη λάβει.
Η ανταγωνιστικότητα κόστους παραμένει, παρά την ανατίμηση του ευρώ που οδήγησε σε απώλειες το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2025. Η ανταγωνιστικότητα τιμών συνέχισε να επιδεινώνεται, με την ισχυρότερη ανατίμηση του ευρώ να επιτείνει την κατάσταση.
Όλοι οι οίκοι αξιολόγησης κατατάσσουν πλέον την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα, με τις αξιολογήσεις να ακολουθούν ανοδική πορεία από το 2015. Τέλος, η δημόσια συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί σημαντικά έως το 2070, αποτελώντας τη μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ.