Η ελληνική οικονομία στην τροχιά της ανάπτυξης: Θετικές προβλέψεις από τον ΟΟΣΑ έως το 2027
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης σκιαγραφεί ένα αισιόδοξο μεσοπρόθεσμο τοπίο, αναμένοντας συνεχή άνοδο της εγχώριας παραγωγής, της κατανάλωσης και των εξαγωγών, παρά τους ενδεχόμενους κινδύνους.
Η ελληνική οικονομία επιδεικνύει σταθερή αντοχή και δυναμική, σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ο οποίος χαρτογραφεί ένα θετικό μεσοπρόθεσμο τοπίο έως το 2027. Στη νέα του έκθεση για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι η εγχώρια ανάπτυξη διατήρησε σταθερή πορεία εντός του τρέχοντος έτους, φτάνοντας το 2,1%, ενώ για το 2026 αναμένει ελαφρώς ταχύτερη επέκταση στο 2,2%. Ωστόσο, για το 2027, προβλέπεται μετριασμένη μεγέθυνση στο 1,8%, μια εξέλιξη που αποδίδεται στην σταδιακή ολοκλήρωση των επενδυτικών έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Παρότι αναμένεται επιβράδυνση στις επενδύσεις μεσοπρόθεσμα, η εσωτερική ζήτηση εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε ανοδική τροχιά. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει περαιτέρω ενίσχυση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, η οποία οφείλεται στην αύξηση της απασχόλησης και των μισθολογικών αποδοχών. Παράλληλα, αναμένεται επιστροφή των εξαγωγών σε υψηλότερους ρυθμούς, καθώς η διεθνής ζήτηση ανακάμπτει σταδιακά. Ο πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω, φτάνοντας το 2,1% μέχρι το 2027.
Ωστόσο, ο οργανισμός δεν παραλείπει να προειδοποιήσει για πιθανές δυσκολίες. Μια υπερβολικά γρήγορη αύξηση των μισθών σε σχέση με την παραγωγικότητα μπορεί να υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα. Επίσης, ακραία καιρικά φαινόμενα ενδέχεται να προκαλέσουν αναταραχές σε κρίσιμους οικονομικούς τομείς. Επιπρόσθετα, η ανεπαρκής ή ατελής αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων θα μπορούσε να περιορίσει τον αντίκτυπο των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Στον δημοσιονομικό τομέα, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα κυμανθούν μεταξύ 2,3% και 2,9% του ΑΕΠ έως το 2027, επίπεδα που συμβάλλουν στη συνεχιζόμενη μείωση του δημόσιου χρέους. Η έκθεση υπογραμμίζει την αναγκαιότητα συνέχισης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεδομένων των αυξανόμενων δαπανών λόγω δημογραφικών προκλήσεων και επενδυτικών αναγκών της οικονομίας. Για τη διατήρηση υγιών ρυθμών ανάπτυξης, ο οργανισμός τονίζει την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, θα μειώσουν τα εμπόδια σε επαγγελματικές δραστηριότητες και θα αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού.
Συγκεκριμένα για το 2025, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει την ισχυρή ανάπτυξη, με το ΑΕΠ να ενισχύεται κατά 1,7% το δεύτερο τρίμηνο, ωθούμενο από τις επενδύσεις, την κατανάλωση και τις εξαγωγές. Η απασχόληση παρουσίασε αύξηση 0,6% το πρώτο εξάμηνο, ενώ οι μισθοί σημείωσαν σημαντική άνοδο 8,7% το δεύτερο τρίμηνο. Ο πληθωρισμός, μετά το 3% το τρίτο τρίμηνο, αποκλιμακώθηκε στο 1,6% τον Οκτώβριο. Η ανεργία συνέχισε την πτωτική της πορεία, φτάνοντας στο 8,2%, ενώ οι κενές θέσεις εργασίας παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα.
Τα τραπεζικά δάνεια προς επιχειρήσεις αυξήθηκαν, καθώς τα επιτόκια για νέες χρηματοδοτήσεις υποχώρησαν στο 4%. Η τουριστική κίνηση ενισχύθηκε σημαντικά, προσφέροντας ουσιαστική ώθηση στο ισοζύγιο υπηρεσιών. Στο εμπόριο, ο άμεσος αντίκτυπος των νέων δασμών θεωρείται περιορισμένος, αλλά αναμένεται έμμεση επιρροή μέσω των βασικών ευρωπαϊκών εταίρων, όπως η Γερμανία, που αντιμετωπίζουν μειωμένη ζήτηση. Παράλληλα, το δεκαετές ελληνικό ομόλογο κατέγραψε υποχώρηση 5 μονάδων βάσης από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο, ενώ το περιθώριο απόδοσης έναντι του γερμανικού τίτλου μειώθηκε κατά 19 μονάδες βάσης.
Ο οργανισμός επιβεβαιώνει ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τη μείωση του χρέους. Η υπεραπόδοση εσόδων του 2024 συνέβαλε σε πρωτογενές πλεόνασμα 4% και δημιούργησε δημοσιονομικό χώρο για πρόσθετες δαπάνες. Τα δημοσιονομικά μέτρα του 2026, περιλαμβάνοντας φορολογικές αλλαγές και αυξημένες δαπάνες για άμυνα και ασφάλεια, αντιστοιχούν σε 0,7% του ΑΕΠ το 2026 και 0,9% το 2027. Οι προγραμματισμένες αυξήσεις του κατώτατου μισθού, συνολικά κατά 8% έως τον Απρίλιο του 2027, αναμένεται να ενισχύσουν περαιτέρω τα εισοδήματα των εργαζομένων.
Οι δαπάνες που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να αυξηθούν από 2,1% του ΑΕΠ το 2025 σε 4% το 2026, προτού ξεκινήσει η σταδιακή τους μείωση. Αυτό αναμένεται να συγκρατήσει τον ρυθμό επενδυτικής μεγέθυνσης μετά το 2027.