Ενημέρωση με ένα κλικ

Η Ελλάδα ισορροπεί ανάμεσα στην παραδοσιακή αλιεία και την εκρηκτική υδατοκαλλιέργεια

Ανάλυση της έκθεσης FAO για την κατάσταση της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, με εστίαση στις επιδόσεις και τις προκλήσεις της Ελλάδας.

Ενώ η βιωσιμότητα της παραδοσιακής αλιείας στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα παραμένει ένα διαχρονικό ζήτημα, η ραγδαία ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας προσφέρει μια ανάσα, καταλύοντας τις ανησυχίες για την επάρκεια υδρόβιων τροφίμων. Στον τομέα αυτό, η Ελλάδα καταγράφει αξιοσημείωτες επιδόσεις, αψηφώντας τη σχετική στασιμότητα ή και πτώση των εκφορτώσεων από την παραδοσιακή αλιεία. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός, κυρίως από την Τουρκία, παραμένει έντονος.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του FAO, “Κατάσταση της Αλιείας στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα 2025 (SoMFi)”, οι εκφορτώσεις από την παραδοσιακή αλιεία για το 2023 έφτασαν τους 1.117.700 τόνους, σημειώνοντας αύξηση 13% σε σχέση με το 2022. Παρόλα αυτά, οι μέσες εκφορτώσεις διετίας παραμένουν σταθερές γύρω στους 1.053.100 τόνους, υποδεικνύοντας ότι οι βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις δεν μεταβάλλουν τη μακροπρόθεσμη τάση. Η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους αλιευτικούς στόλους στη Μεσόγειο, με 12.151 σκάφη. Παρόλο που αριθμητικά υπερτερεί της Ιταλίας, η συνολική χωρητικότητα είναι χαμηλότερη (62.600 GT), γεγονός που υποδηλώνει την κυριαρχία μικρών σκαφών. Το παραδοσιακό ψάρεμα, αν και μειούμενο σε όγκο, διατηρείται σε απομακρυσμένες ή λιγότερο ανεπτυγμένες τουριστικά περιοχές, παρέχοντας φρέσκα αλιεύματα στις τοπικές αγορές και συμβάλλοντας στην οικονομική δραστηριότητα των παράκτιων κοινοτήτων.

Στον κρίσιμο τομέα της υδατοκαλλιέργειας, η Ελλάδα κατέχει την τρίτη θέση στη Μεσόγειο, μετά την Τουρκία και την Αίγυπτο. Το 2023, η συνολική παραγωγή ανήλθε σε 139.000 τόνους, ποσοστό 14,8% της συνολικής παραγωγής της περιοχής. Η παραγωγή επικεντρώνεται κυρίως σε τσιπούρα, λαβράκι και μεσογειακό μύδι, με τα δύο πρώτα είδη να αποτελούν τον πυρήνα της ελληνικής εξαγωγικής στρατηγικής. Τα έσοδα από την υδατοκαλλιέργεια έφτασαν τα 734,4 εκατομμύρια δολάρια το 2023, ισοδύναμα με το 0,3% του ελληνικού ΑΕΠ. Η ελληνική αγορά χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, πλαισιωμένο από τρεις μεγάλες μονάδες παραγωγής (>5.000 τόνους/έτος). Η έκθεση του FAO καταγράφει 123 επιχειρήσεις που διαχειρίζονται ιχθυοκλωβούς και 400 που καλλιεργούν μύδια και στρείδια.

Η υδατοκαλλιέργεια στην ευρύτερη περιοχή παρουσιάζει εκρηκτική ανάπτυξη, με την παραγωγή να διπλασιάζεται από περίπου 470.000 τόνους το 2013 σε 940.000 τόνους το 2023, ενώ η αξία της παραγωγής αυξήθηκε κατά 63%, φτάνοντας τα 5,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Ελλάδα, αντίστοιχα, έχει αυξήσει την παραγωγή της κατά περίπου 3.700 τόνους τη διετία 2022-2023, εστιάζοντας στο λαβράκι και την τσιπούρα. Η παραγωγή μέσω ιχθυοκλωβών αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας, ενώ η καλλιέργεια μαλακίων και άλλων ειδών έχει συμπληρωματικό ρόλο.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατά κεφαλήν κατανάλωση υδρόβιμων τροφίμων το 2022 έφτασε τα 20,8 κιλά ετησίως, με την υδατοκαλλιέργεια να καλύπτει άνω του 57% αυτού του συνόλου. Χώρες όπως η Αίγυπτος, η Ιταλία και η Γαλλία βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας. Αντίθετα, χώρες όπως η Ελλάδα, η Λιβύη, το Μαρόκο και η Τυνησία τροφοδοτούν τις εγχώριες αγορές τους περισσότερο μέσω της παραδοσιακής αλιείας. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τις τάσεις που καταγράφει η έκθεση FAO, ισορροπεί ανάμεσα στην παράδοση και την καινοτομία.

Ωστόσο, η επέκταση των ιχθυοκαλλιεργειών δεν είναι χωρίς αντιδράσεις. Κάτοικοι, σύλλογοι και περιβαλλοντικοί φορείς εκφράζουν έντονες ανησυχίες για την περιβαλλοντική υποβάθμιση των θαλασσών, τον περιορισμό της παράκτιας αλιείας και την επίδραση στον τουρισμό, όπως συνέβη στην περίπτωση του Πόρου το καλοκαίρι.

Σε θεσμικό επίπεδο, ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών αντιμετωπίζει εγκλωβισμό, με την ολοκλήρωση του ειδικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού των υδατοκαλλιεργειών (ΕΠΧΣΑΑΥ) να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Παρά τις παρατάσεις, οι διαδικασίες καθυστερούν αδικαιολόγητα, υπονομεύοντας αναπτυξιακούς στόχους και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Το 2024, ο κλάδος διατήρησε την ηγετική του θέση και ενίσχυσε την εξωστρέφειά του. Η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού μειώθηκε κατά 5,5% στους 114.500 τόνους, ακολουθώντας την πτωτική τάση στην ΕΕ, όμως η αξία των πωλήσεων αυξήθηκε κατά 3,5% στα 721,5 εκατομμύρια ευρώ. Συνολικά, η ποσότητα παραγωγής ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθε σε 123.000 τόνους, αξίας 768,4 εκατομμυρίων ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση στον όγκο αλλά αύξηση στην αξία πωλήσεων.

Οι εξαγωγές το 2024 παρουσίασαν πτώση 6%, φτάνοντας τους 94.132 τόνους. Ωστόσο, η μέση τιμή εξαγωγής βελτιώθηκε σημαντικά. Για το 2025, οι μέχρι τώρα διαθέσιμες ενδείξεις κάνουν λόγο για άνοδο στις εξαγωγές και τιμές ρεκόρ δεκαετίας.

Ο ανταγωνισμός από τρίτες χώρες, ιδίως την Τουρκία, αποτελεί σημαντική πρόκληση. Η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού της Τουρκίας ξεπερνά πλέον την παραγωγή ολόκληρης της ΕΕ, ενώ τουρκικές εταιρείες δραστηριοποιούνται και στην Ελλάδα, επιδιώκοντας ευκολότερη πρόσβαση σε ευρωπαϊκά εμπορικά δίκτυα.

Get real time updates directly on you device, subscribe now.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com