Εσωτερικές τριβές απειλούν τη γερμανική κυβέρνηση: “Αντάρτικο” από τη νεολαία του CDU
Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση φέρνει αναταραχή, πλήττοντας την εικόνα του καγκελάριου και θέτοντας σε κίνδυνο την κυβερνητική σταθερότητα
Μετά τις πρόωρες εκλογές του Φεβρουαρίου, η δημιουργία ενός κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) φάνταζε η μόνη ρεαλιστική λύση. Λαμβάνοντας υπόψη την πολεμική κατάσταση στην Ευρώπη και τα εσωτερικά ζητήματα, τα κόμματα αναγνώρισαν την επείγουσα ανάγκη για δράση. Παρά τις προκλήσεις, ο σχηματισμός κυβέρνησης ολοκληρώθηκε σε 72 ημέρες. Ωστόσο, η προγραμματική συμφωνία χαρακτηρίστηκε από απουσία λεπτομερειών σε κρίσιμα θέματα, όπως η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, τα οποία καλύφθηκαν είτε με “εποικοδομητική ασάφεια” είτε παραπέμφθηκαν στο μέλλον.
Αυτό το “μέλλον” έχει ήδη φτάσει, απειλώντας την σταθερότητα της κυβέρνησης, καθώς η νεολαία του CDU, η Junge Union (JU), έχει υιοθετήσει στάση “αντάρτικου” απέναντι στον αρχηγό της. Η JU, η οποία είχε υποστηρίξει σθεναρά τον Φρίντριχ Μερτς, αμφισβητεί πλέον τις αποφάσεις του. Ο αρχηγός της, Γιοχάνες Βίνκελ, δήλωσε εμφατικά: “Χωρίς εμάς, ο Μερτς δεν θα είχε γίνει ούτε αρχηγός του CDU ούτε καγκελάριος”. Παρόμοια, ο Κέβιν Γκιόσντορτς, αρχηγός της JU στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, τόνισε την ανάγκη για ομαδικότητα, καλώντας τον κ. Μερτς να ανταποδώσει την υποστήριξη που έλαβε.
Ένας από τους πιο έντονους επικριτές είναι ο 28χρονος βουλευτής Γιοχάνες Φόλκμαν, εγγονός του Χέλμουτ Κολ. Εκτιμά ότι τουλάχιστον 18 βουλευτές της JU θα παραμείνουν πιστοί στις απόψεις τους και θα καταψηφίσουν το νομοσχέδιο, ενώ πιστεύει ότι έχει πείσει άλλους 20-30 συναδέλφους του. Δεδομένης της οριακής πλειοψηφίας των 12 εδρών της σημερινής κυβέρνησης στην Bundestag (630 μέλη), το πρόβλημα για τον καγκελάριο είναι σαφές. Μόλις έξι μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων του, αναγκάζεται να αντιμετωπίζει ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα της κυβέρνησής του και το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης μειοψηφίας.
Στο συνταξιοδοτικό, η προγραμματική συμφωνία ανέφερε εγγυημένο επίπεδο σύνταξης στο 48% του μέσου μισθού έως το 2031, χρηματοδοτούμενο από αυξημένες κρατικές επιδοτήσεις, και δέσμευση για μη αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης πέρα από τα 67 έτη. Η κύρια κριτική των νέων βουλευτών, αρχικά προς την υπουργό Εργασίας Μπέρμπελ Μπας, εστιάζει στο ότι η προτεινόμενη μεταρρύθμιση θα επιφέρει επιπλέον κόστος 120 δισεκατομμυρίων ευρώ μεταξύ 2032 και 2040, υπερβαίνοντας τις αρχικές προβλέψεις. Η Junge Union είχε προειδοποιήσει για αυτό το πρόβλημα και ήλπιζε σε επαναδιαπραγμάτευση του πακέτου.
Ο αρχηγός της JU, απαντώντας με τον γνωστό του δηκτικό τόνο, δήλωσε: “Δεν είμαι εκπρόσωπος μιας ομάδας (…) Θα ψηφίσω το νομοσχέδιο με καθαρή συνείδηση. Νομίζει κανείς ότι μπορούμε να κερδίσουμε εκλογές με κούρσα μειοδοσίας, με το ποιος δηλαδή θα δώσει τη μικρότερη σύνταξη; Δεν είστε σοβαροί.” Η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του CDU, με τον Γιοχάνες Φόλκμαν να υπογραμμίζει: “Οι νεότερες γενιές θα μείνουν να κουβαλούν το βάρος για τους συνταξιούχους και τους επικείμενους συνταξιούχους. Το επιπλέον κόστος θα το επωμιστεί η γενιά μου… αυτό είναι άδικο και δημοσιονομικά μη βιώσιμο”. Ο Λάουρεντς Κίφερ, επικεφαλής της JU στο Μόναχο, διερωτήθηκε: “Προσωπικά εσείς μπορείτε αυτό να το συμβιβάσετε με την αξιοπιστία σας;”
Το πρόβλημα της στασιμότητας της γερμανικής οικονομίας επιδεινώνεται από το μέγεθος της χώρας και την ταχύτερη γήρανση του πληθυσμού σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αναμένεται μαζική συνταξιοδότηση της γενιάς των “Baby Boomers” χωρίς ανάλογη είσοδο νέων στην αγορά εργασίας. Σήμερα, δύο εργαζόμενοι υποστηρίζουν έναν συνταξιούχο, ενώ πριν από λίγα χρόνια ήταν τρεις. Οι υποχρεωτικές συνταξιοδοτικές εισφορές έχουν φτάσει σχεδόν το 19% των μισθών και ενδέχεται να αυξηθούν περαιτέρω. Οι συνταξιούχοι λαμβάνουν περίπου το 48% του μισθού τους, ποσοστό που θεωρούν ανεπαρκές. Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ένα σημαντικό κενό μεταξύ καταβαλλόμενων συντάξεων και εισπραττόμενων εισφορών.
Ειδικοί επισημαίνουν ότι οι πολίτες σε ηλικία εργασίας επωμίζονται δυσανάλογο βάρος, καθώς ο πληθυσμός γερνάει. Οι νέοι βουλευτές προτείνουν μείωση κατά 1% στο 47% του μέσου μισθού, ως τίμημα για τη μείωση του βάρους των νέων. Η συζήτηση έχει πλέον διεισδύσει στην κοινωνία, με τους Γερμανούς να εκφράζουν ανησυχία για την οικονομική τους ασφάλεια στα γηρατειά. Έρευνα DeutschlandTrend έδειξε ότι μόνο το 48% των ερωτηθέντων αισθάνεται ασφαλές για την οικονομική του κατάσταση στην τρίτη ηλικία, μείωση 14 μονάδων από το 2017. Η κυβέρνηση σχεδιάζει εκστρατείες ενημέρωσης για την ενθάρρυνση αναζήτησης πρόσθετων πηγών εισοδήματος, όπως μετοχές, για ιδιωτικές συντάξεις. Επίσης, προωθείται η ιδέα της “ενεργής σύνταξης”, που επιτρέπει τη συνέχιση της εργασίας μετά τη συνταξιοδότηση με αφορολόγητο εισόδημα έως 2.000 ευρώ μηνιαίως.
Οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό αρχικά αναμενόταν να ψηφιστούν στις αρχές Δεκεμβρίου, μαζί με άλλα νομοσχέδια που αποσκοπούν στην επίδειξη ελέγχου από την πλευρά του καγκελάριου. Ωστόσο, υπό την πίεση των γεγονότων, η υπουργός Οικογένειας Κάριν Πριν (CDU) πρότεινε την αναβολή της ψήφισης για το 2026, προκειμένου να αποφευχθεί ο εξευτελισμός και η κυβερνητική αστάθεια.
Ο ίδιος ο καγκελάριος αναλαμβάνει προσωπικό ρίσκο με την στάση της Junge Union. Το “αντάρτικο” των βουλευτών της JU, ακόμη και αν δεν προχωρήσει σε συγκεκριμένες πράξεις, πλήττει το κύρος του, τόσο ως αρχηγού του CDU όσο και ως καγκελάριου που δυσκολεύεται να επιβληθεί. Οι αδυναμίες του αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις, με την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) να προηγείται συχνά και τη δημοτικότητά του να καταγράφει αρνητικά ρεκόρ. Ο βουλευτής του CDU Ρόντεριχ Κιζεβέτερ δήλωσε ότι η κυβέρνηση, υπό την πίεση της ακροδεξιάς, επικεντρώνεται στη μετανάστευση, παραγκωνίζοντας την οικονομία, την παιδεία και την ασφάλεια.
Τον Μάιο, ο Φρίντριχ Μερτς έγινε ο πρώτος καγκελάριος στη μεταπολεμική Γερμανία που χρειάστηκε δύο ψηφοφορίες για να εκλεγεί. Τον Ιούλιο, οι βουλευτές του CDU αρνήθηκαν να ψηφίσουν την επιλογή του SPD για το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ κυβερνητικών εταίρων για την στρατιωτική θητεία. Επιπλέον, ο υπουργός Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεφουλ (CDU) προκάλεσε χάος στην κοινοβουλευτική ομάδα του, δηλώνοντας ότι η Συρία βρίσκεται σε καταστροφική κατάσταση, “χειρότερη απ’ ό,τι η Γερμανία το 1945”, κατά τη διάρκεια συζήτησης για απελάσεις Σύρων. Αυτές οι προκλήσεις, σε συνδυασμό με τέσσερις κρατιδιακές εκλογές εντός του 2026, θέτουν σε αμφιβολία την άλλοτε αδιαμφισβήτητη γερμανική πολιτική σταθερότητα, με όλα τα ενδεχόμενα να μοιάζουν ανοιχτά.