Σαν σήμερα στις 6 Νοεμβρίου 1860, εκλέχθηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Αβραάμ Λίνκολν
Υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Αβραάμ Λίνκολν υπήρξε διακεκριμένος αμερικανός πολιτικός, που διετέλεσε πρόεδρος των ΗΠΑ από το 1861 έως τη δολοφονία του το 1865. Στα επιτεύγματά του συμπεριλαμβάνονται η διάσωση της ένωσης των βορειοαμερικανικών πολιτειών κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865), η υπεράσπιση της δημοκρατίας και η κατάργηση της δουλείας, που αφορούσε τον μαύρο πληθυσμό της χώρας.
Κάθε τέσσερα χρόνια, «την πρώτη Τρίτη μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου», τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου διεξάγονται οι εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου.
Δεδομένου ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει αναλάβει άτυπα τον ρόλο του πλανητάρχη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ενδιαφέρον του κόσμου δικαιολογείται, καθότι οποιαδήποτε απόφαση του Αμερικανού προέδρου που σχετίζεται με την εξωτερική πολιτική, την οικονομία, το περιβάλλον κ.α., μπορεί να έχει επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των πολιτών ενός κράτους, το οποίο βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το αμερικανικό έδαφος.
Το 1845, το Κογκρέσο ψήφισε νόμο, με τον οποίο καθιερώνεται μια συγκεκριμένη ημέρα για τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών, επιλέγοντας αυτή η ημέρα να είναι η πρώτη Τρίτη μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου (the Tuesday next after the first Monday in November).
Στόχος των μελών του Κογκρέσου ήταν να αποφευχθεί η 1η Νοεμβρίου ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των Αμερικανών θα παρευρισκόταν στις λειτουργίες για τη γιορτή των Αγίων Πάντων.
Επίσης, την 1η Νοεμβρίου οι έμποροι και οι επαγγελματίες συνήθιζαν να τακτοποιούν τα λογιστικά βιβλία τους για τον Οκτώβριο, οπότε οι εκλογές θα καθυστερούσαν αυτήν τη διαδικασία.
Ο Αβραάμ “Έιμπι” Λίνκλον, γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1809 στο Χότζβιλ του Κεντάκι, σε μια φτωχική καλύβα και ήταν γιος του αγρότη Τόμας Λίνκολν και της βαθύτατα θρησκευόμενης Νάνσι Χανκς.
Η μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν 9 χρονών και γι’ αυτό ο πατέρας του παντρεύτηκε τη Σάρα Μπους Τζόνστον, η οποία ουσιαστικά τον υιοθέτησε και καθώς ήταν πολύ καλή ο Λινκλον έκανε αναφορά στο όνομα της με ευγνωμοσύνη.
Από μικρή ηλικία άρχισε να εργάζεται ως αγρότης, ενώ ταυτόχρονα διάβαζε εντατικά για να τελειοποιήσει τη μόρφωσή του, άρχισε να μελετά νομικά και το 1836, σε ηλικία 26 χρόνων, πέρασε τις εξετάσεις για την άδεια επαγγέλματος και άρχισε να δικηγορεί στην πολιτεία του Ιλινόις.
Το 1830 εγκαταστάθηκε στη Νέα Ορλεάνη και κατατάχθηκε στον στρατό όπου έφτασε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού.
Το 1834 εξελέγη μέλος της Βουλής του Ιλινόι, θέση στην οποία εκλεγόταν μέχρι το 1840. Από το 1837 ασχολήθηκε με τη δικηγορία και σε επαγγελματικό επίπεδο, ενώ το 1844 έγινε αρχηγός του κόμματος των Ουίγων.
Δύο χρόνια αργότερα κατάφερε να εκλεγεί στο Κογκρέσο χωρίς όμως να διακριθεί. Επανήλθε στην πολιτική σκηνή το 1854, όταν ιδρύθηκε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τέθηκε επί τάπητος το θέμα της δουλείας.
Με πύρινους λόγους κατά της δουλείας κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου και να αναδειχτεί σε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής.
Το 1858, ο Λίνκολν έβαλε υποψηφιότητα για γερουσιαστής, αλλά τη θέση κέρδισε ο Στίβεν Ντάγκλας του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ο Αβραάμ Λίνκολν, δικηγόρος και πρώην βουλευτής από την πολιτεία του Ιλινόι, αναδείχθηκε ως ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 1860 και επέλεξε ως συνυποψήφιό του και υποψήφιο αντιπρόεδρο τον γερουσιαστή από το Μέιν, Χάνιμπαλ Χάμλιν.
Ο Αβραάμ Λίνκολν κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 1860, συγκεντρώνοντας 180 εκλεκτορικές ψήφους (από τις 303 τότε συνολικά) και το 39,8% των ψήφων, έναντι των αντιπάλων του. Ορκίστηκε ως 16ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στις 4 Μαρτίου 1861
Η προεδρία του Αβραάμ Λίνκολν, σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1861–1865), μια σύγκρουση που ξέσπασε λίγο μετά την ορκωμοσία του.
Από την ανάληψη των καθηκόντων του, τον Μάρτιο του 1861, ο Λίνκολν είχε να αντιμετωπίσει μια άνευ προηγουμένου πρόκληση της διαχείρισης ενός κατακερματισμένου κράτους και έθνους.
Η ηγεσία του Λίνκολν ως Πρόεδρος της χώρας, επεκτάθηκε και πέρα από τη στρατιωτική στρατηγική. Κατάφερε παρά τον αντιφατικά ήρεμο, μελαγχολικό και τον καταθλιπτικό χαρακτήρα του, να διαχειριστεί επιδέξια τις επιθέσεις από πολιτικούς αντιπάλους και την κοινή γνώμη. Ο Αβραάμ Λίνκολν, όντας δικηγόρος, ήταν γνωστός για την ευγλωττία και την ικανότητά του να επικοινωνεί με σαφήνεια και πεποίθηση.
Γνώριζε τους αντιπάλους και τους εχθρούς του. Είχε κάποτε εκμυστηρευθεί ότι είχε δύο εχθρούς – στο εξωτερικό τον στρατό των Νοτίων και στο εσωτερικό τους τραπεζίτες δανειστές του κράτους. Και όμως στην ομιλία του μετά την ορκωμοσία της επανεκλογής του, στις 4 Μαρτίου 1865, ο Αβραάμ Λίνκολν διακήρυξε ότι δεν τρέφει «κακίες για κανέναν», ότι ζητεί «ευσπλαχνία για όλους» και ότι επιθυμεί πάνω απ’ όλα «ειρήνη ανάμεσά μας».
Η δεύτερη προεδρία του, όμως, κράτησε μόνο λίγες μέρες, γιατί το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, 14 Απριλίου 1865, ενώ βρισκόταν σε θεωρείο στο Θέατρο Φορντ της Ουάσιγκτον, ο Τζον Γουίλκς Μπουθ, ηθοποιός και φανατικός υποστηρικτής των Νοτίων, τον πυροβόλησε με μια σφαίρα στο κεφάλι, ενώ αμέσως μετά φώναξε στα λατινικά «Sic semper tyrannis!», δηλαδή «Έτσι πάντα στους τυράννους!».
Ο Λίνκολν μεταφέρθηκε σε γειτονικό σπίτι σε κωματώδη κατάσταση, όπου και εξέπνευσε νωρίς το πρωί της 15ης Απριλίου.
Ο δολοφόνος του κυνηγήθηκε από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες και πολιορκήθηκε σε έναν αχυρώνα στη Βιρτζίνια μετά από 12 μέρες, όπου και τραυματίστηκε από πυροβολισμό των διωκτών του, πεθαίνοντας λίγο αργότερα. Όπως αποδείχθηκε, ήταν μέλος σπείρας.
Ο Λίνκολν ήταν παντρεμένος με τη Μαίρη Τοντ και είχαν αποκτήσει 4 παιδιά.
«Ο Ιησούς Χριστός πέθανε για τον κόσμο. Ο Αβραάμ Λίνκολν πέθανε για τη χώρα του» δήλωσε ένας σύγχρονός του…
Διαβάστε εδώ περισσότερα άρθρα