Τσακλόγλου: Εκτός πραγματικότητας τα περί Πινοσέτ και ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης
«Οι χώρες με τα μεγαλύτερα δημόσια κεφαλαιοποιητικά ασφαλιστικά συστήματα στην Ευρώπη είναι η Δανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Σουηδία. Τις βέλτιστες πρακτικές αυτών των χωρών που έχουν ισχυρό κοινωνικό κράτος αξιοποιούμε στη δημιουργία του νέου ταμείου επικουρικής ασφάλισης, το οποίο θα είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου».
Αυτό τόνισε σήμερα ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνος Τσακλόγλου, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ 100,3 και στο δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα.
Ο κ. Τσακλόγλου χαρακτήρισε «ως εκτός πραγματικότητας τα περί Πινοσέτ και ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης που ακούγονται από την αντιπολίτευση» και αυτό οφείλεται, όπως υπογράμμισε, στη διαστρέβλωση των πραγματικών δεδομένων της εμπειρίας που έχουν διάφορες χώρες από την εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, τα βασικά σημεία της συνέντευξης του κ. Τσακλόγλου είναι τα εξής:
«Για την ανάγκη της μεταρρύθμισης και το δημογραφικό κίνδυνο: Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι οι επιπτώσεις του δημογραφικού στην αγορά εργασίας και, κατά συνέπεια, στην κοινωνική ασφάλιση. Στο διανεμητικό σύστημα, που έχουμε σήμερα, οι συντάξεις των τωρινών συνταξιούχων πληρώνονται από τις εισφορές των σημερινών ασφαλισμένων. Αυτά τα συστήματα δουλεύουν καλά, όταν έχουμε πολλούς εργαζόμενους και λίγους συνταξιούχους. Αρχίζουν και έχουν προβλήματα, όταν ο αριθμός των συνταξιούχων συνεχώς αυξάνεται και ο αριθμός των εργαζομένων διαρκώς μειώνεται.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει το πρόβλημα της δημογραφικής γήρανσης, αλλά, όταν αυτό τον κίνδυνο τον αντιλήφθηκαν οι υπόλοιπες κοινωνίες, αυτό που έκαναν ήταν η διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου. Δηλαδή, με τη μεταρρύθμιση δεν βάζουμε “όλα τα αυγά σε ένα καλάθι”, για να μην εξαρτάται το ασφαλιστικό σύστημα σε μεγάλο βαθμό από το δημογραφικό κίνδυνο. Οι άλλες χώρες προχώρησαν στην ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών μορφών ασφάλισης, για να περιορίσουν αυτή την έκθεση τους στο δημογραφικό κίνδυνο. Αντίθετα, στην Ελλάδα όλο το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης – κύριες, επικουρικές συντάξεις, εφάπαξ – ήταν στο διανεμητικό σύστημα. Μάλιστα, τις επικουρικές συντάξεις τις κάναμε διανεμητικές με ποσοστά αναπλήρωσης που ήταν υψηλότερα από τα ποσοστά αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων. Δηλαδή, όπως έχω πει και άλλες φορές, όχι μόνο είδαμε το βράχο που ήταν μπροστά μας, αλλά γκαζώσαμε, για να πάμε πιο γρήγορα πάνω στα βράχια.
Η ασφαλιστική επένδυση Καναδών στο “Ελευθέριος Βενιζέλος”
Είναι μέγα σφάλμα να θεωρούμε ότι δεν μπορούν τα αποθεματικά των ταμείων να επενδύονται για αναπτυξιακούς σκοπούς. Υπάρχει το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Ασφαλιστικού Ταμείου των Δασκάλων του Καναδά το οποίο έχει επενδύσει στο αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος” και με τις αποδόσεις αυτής της επένδυσης χρηματοδοτούνται οι συντάξεις των Καναδών ασφαλισμένων. Γιατί αυτό το πράγμα να μην μπορούν να το κάνουν και τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία;
Για τους νέους ατομικός κουμπαράς με ονοματεπώνυμο
Τα νέα παιδιά πολλές φορές λένε πως “εγώ δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη” και αυτό έχει σαν συνέπεια να στρέφονται στη μαύρη εργασία. Τώρα με το νομοσχέδιο, που εισηγούμαστε, δημιουργείται ο ατομικός τους κουμπαράς, που θα γράφει πάνω το όνομα τους. Αυτό δημιουργεί ισχυρά κίνητρα, για να δουλέψουν με κοινωνική ασφάλιση. Οι νέοι εργαζόμενοι που θα ενταχθούν στο καινούργιο επικουρικό ταμείο, όταν έρθει η ώρα να πάρουν τη σύνταξή τους, αυτή θα αποτελείται από τρία τμήματα. Την εθνική, την ανταποδοτική και την επικουρική σύνταξη.
Ελλάδα: Θετική η εμπειρία από τη διαχείριση κεφαλαίων της ΕΔΕΚΤ και της ΑΕΔΑΚ ασφαλιστικών οργανισμών
Είναι πολλές οι χώρες που έχουν κεφαλαιοποιητικά συστήματα. Οι αποδόσεις αυτών των συστημάτων έχουν μεγαλύτερες διακυμάνσεις από τα διανεμητικά συστήματα, αλλά έχουν και πολύ μεγαλύτερες αποδόσεις. Οι πρώτοι συνταξιούχοι του νέου συστήματος θα πάρουν τη σύνταξή τους μετά από 3 ή 4 δεκαετίες. Στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα σε βάθος χρόνου εκείνο που μένει είναι οι υψηλότερες αποδόσεις. Αυτό αποδεικνύεται και από τη διεθνή εμπειρία, αλλά – το τονίζω αυτό – και από την εμπειρία της Ελλάδας.
Σας επισημαίνω ότι, στην αρχή του 2000, δημιουργήθηκαν δύο οργανισμοί, για να διαχειριστούν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, το ένα για τα αποθεματικά του τέως ΙΚΑ και το δεύτερο για το ΤΑΠ ΟΤΕ και για άλλα ταμεία. Αυτές οι δύο εταιρείες, δηλαδή, η ΕΔΕΚΤ και η ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών υπάρχουν και σήμερα.
Έχουμε στοιχεία από το 2003 μέχρι και το 2020. Σε αυτά τα 17 χρόνια, παρά το ότι μέσα σε αυτό το διάστημα είχαμε το PSI στα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, αν και κατακρημνίστηκε δύο φορές το Ελληνικό Χρηματιστήριο, οι αποδόσεις των δύο οργανισμών σε πραγματικούς όρους ήταν 2,9% κατά μέσο όρο το χρόνο και στο δεύτερο ήταν 3,7% κατά μέσο όρο το χρόνο. Αυτούς τους δύο οργανισμούς του διαχειρίστηκαν οι ειδικοί και τα πήγαν μια χαρά. Στο καινούργιο ταμείο έχουμε πολύ ισχυρές πρόνοιες για το πώς θα διοικηθεί.
Η αντιμετώπιση του δημογραφικού κινδύνου
Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε σήμερα με την ένταξη του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στις επικουρικές των νέων ασφαλισμένων, είναι αυτό ακριβώς που έκαναν άλλες χώρες αρκετά χρόνια πριν από εμάς, για να περιορίσουν τις επιπτώσεις του δημογραφικού κινδύνου.
Δηλαδή, θέλουμε μία σταδιακή μετάβαση του συστήματος της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας και προαιρετικά για όσους είναι κάτω των 35 ετών να “χτίσουν” τους δικούς τους λογαριασμούς. Δηλαδή, τους λογαριασμούς στους οποίους θα μπαίνουν οι εισφορές τους και, όταν έρθει η ώρα για συνταξιοδότηση, τότε να πάρουν επικουρική σύνταξη που να βασίζεται στις εισφορές που έχουν καταβάλει και στις αποδόσεις των επενδύσεών τους. Οι κύριες συντάξεις παραμένουν ως έχουν.
Κρατική εγγύηση συντάξεων και μετάβαση στο νέο σύστημα
Με το νομοσχέδιο, που εισηγούμαστε, εγγυόμαστε ότι δεν θα γίνει καμία απολύτως περικοπή συντάξεων του παλαιού συστήματος, καθώς αυτές θα συνεχίσουν να καταβάλλονται κανονικά.
Σε σχέση με το ταμειακό κενό, που προκύπτει, θέλω να επισημάνω ότι στην πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου συστήματος, σύμφωνα με τις μελέτες, που εκπονήθηκαν – αναλογιστική, μακροοικονομική, βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους – το ακαθάριστο κόστος – και επιμένω σε αυτή την έννοια του “ακαθάριστου κόστους” – είναι περίπου 3 δισ. ευρώ. Αυτό είναι ένα κόστος απολύτως διαχειρίσιμο και θα το καλύπτει ο δημόσιος προϋπολογισμός.
Το δεύτερο και πολύ σημαντικότερο είναι ότι τα χρήματα θα τοποθετούνται στους λεγόμενους ατομικούς κουμπαράδες, δεν τα θάβουμε, για να βγάλουμε κάποτε, όταν έρθει η ώρα της σύνταξης, αλλά θα τα επενδύσουμε. Μάλιστα, ένα σημαντικό ποσοστό των πόρων του νέου συστήματος θα επενδυθούν στην ελληνική οικονομία.
Σήμερα, από την ελληνική οικονομία λείπει η αποταμίευση και οι επενδύσεις, οι οποίες δίνουν ώθηση στην ανάπτυξη. Περισσότερες επενδύσεις σημαίνει αύξηση της παραγωγικότητας, αυτό με τη σειρά του σημαίνει υψηλότεροι μισθοί, περισσότερες θέσεις εργασίας.
Όλα αυτά με τη σειρά τους συνεπάγονται υψηλότερα έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους, υψηλότερα έσοδα από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Μόνο όταν αφαιρεθούν αυτά τα έσοδα από το λεγόμενο ακαθάριστο κόστος των 3 δισ. ευρώ, που σας προανέφερα, τότε προκύπτει το λεγόμενο καθαρό κόστος, το οποίο είναι ακόμη πιο διαχειρίσιμο.
Σε βάθος πεντηκονταετίας, σύμφωνα με την ανάλυση που κάναμε στο κεντρικό σενάριο που έχουμε, υπάρχει ένα ακαθάριστο κόστος που ακούστηκε στο δημόσιο διάλογο και είναι αυτά τα 56 δισ. ευρώ. Αναλογιστείτε συγκριτικά ότι μόνο πέρυσι ο προϋπολογισμός μεταβίβασε στον ΕΦΚΑ περίπου 15 με 16 δισ. ευρώ για την πληρωμή των συντάξεων.
Αυτά τα 15-16 δισ. ευρώ του προϋπολογισμού είναι καθαρές μεταβιβάσεις χωρίς να συνυπολογίσουμε τις ασφαλιστικές εισφορές. Όμως και σε αυτή την περίπτωση από το ακαθάριστο κόστος πρέπει να αφαιρεθούν τα επιπρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα και τότε το κόστος μετάβασης γίνεται απολύτως διαχειρίσιμο».