Η άσκηση μπορεί να αντισταθμίσει την ατμοσφαιρική ρύπανση; Νέα μελέτη δίνει απαντήσεις
Διεθνής έρευνα με τη συμμετοχή επιστημόνων από το University College London αποκαλύπτει πώς η σωματική δραστηριότητα επηρεάζει τον κίνδυνο θανάτου σε περιοχές με υψηλή ρύπανση.
Μια νέα, διεθνής επιστημονική μελέτη, στην οποία συμμετείχαν και ερευνητές από το University College London, διερευνά τη σχέση μεταξύ σωματικής άσκησης, ατμοσφαιρικής ρύπανσης και του κινδύνου θανάτου. Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο περιοδικό «BMC Medicine», αναλύουν δεδομένα από περισσότερους από ενάμισι εκατομμύρια ενήλικες σε διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ταϊβάν, της Κίνας, της Δανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Η έρευνα, η οποία συνδύασε στοιχεία από επτά προηγούμενες μελέτες, εστίασε στα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια (PM2.5), τα οποία έχουν διάμετρο μικρότερη των 2,5 μικρομέτρων. Αυτά τα μικροσκοπικά σωματίδια είναι ικανά να εισέλθουν βαθιά στους πνεύμονες και στη συνέχεια στην κυκλοφορία του αίματος, ενέχοντας πιθανούς κινδύνους για την υγεία.
Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία, οι συμμετέχοντες που ασκούνταν τουλάχιστον δυόμισι ώρες την εβδομάδα με μέτρια ή έντονη δραστηριότητα, παρουσίασαν 30% χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και από καρκίνο και καρδιαγγειακές παθήσεις, σε σύγκριση με εκείνους που δεν έφταναν αυτό το επίπεδο σωματικής άσκησης.
Ωστόσο, η μελέτη επισήμανε μια σημαντική τροποποίηση στα οφέλη της άσκησης για όσους ζούσαν σε περιοχές με υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση, συγκεκριμένα πάνω από 25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο (μg/m³) PM2.5. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μείωση του κινδύνου θανάτου περιοριζόταν στο μισό, φτάνοντας μόλις το 12-15%. Αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Γης (46%) ζει σε τέτοιες περιοχές.
Επιπλέον, σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης (άνω των 35 μg/m³ PM2.5), τα οφέλη της άσκησης μειώνονταν περαιτέρω, ειδικά όσον αφορά τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο, όπου η προστατευτική δράση της άσκησης δεν ήταν πλέον ισχυρή. Περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού (36%) ζει σε περιοχές που υπερβαίνουν αυτό το όριο.
Οι ερευνητές αναγνώρισαν επίσης ορισμένους περιορισμούς στη μελέτη, όπως το γεγονός ότι διεξήχθη κυρίως σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Αυτό σημαίνει ότι τα ευρήματα ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζουν πλήρως την κατάσταση σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, όπου η ρύπανση είναι συχνά υψηλότερη (πάνω από 50 μg/m³). Άλλες αδυναμίες περιλάμβαναν την έλλειψη δεδομένων για την ποιότητα του αέρα σε εσωτερικούς χώρους και τις διατροφικές συνήθειες, αν και πολλοί άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως το εισόδημα, η εκπαίδευση, το κάπνισμα και οι χρόνιες παθήσεις, λήφθηκαν υπόψη.