Κουτσούμπας: Ελλάδα της «ανάπτυξης» είναι η ενοικιαζόμενη εργασία
«Η πραγματική κατάσταση είναι η εντατικοποίηση της εργασίας»
Ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, στην ομιλία του στη Βουλή για τα εργασιακά, ανέφερε ότι αυτό που περιγράφει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση ως «Ελλάδα που αλλάζει» και «Ελλάδα της ανάπτυξης και της ευημερίας», δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτό που βιώνουν οι εργαζόμενοι.
Τόνισε ότι «η πραγματική κατάσταση είναι η εντατικοποίηση της εργασίας, η γιγάντωση των ευέλικτων μορφών εργασίας, των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η εκτίναξη της ενοικιαζόμενης εργασίας και της εργολαβικής απασχόλησης και η παντελής έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας που έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή αύξηση των εργατικών ατυχημάτων και των θανατηφόρων στη βιομηχανία σε όλους σχεδόν τους κλάδους.
Είπε ότι η κυβέρνηση μέσα σε λίγους μήνες ψήφισε ή δρομολόγησε νέα επιθετικά μέτρα στο χώρο των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και στον τομέα της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Αναφέρθηκε στην κατάργηση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων «προβλέποντας ακόμα περισσότερες ρήτρες εξαίρεσης που μπορεί να αξιοποιεί η εργοδοσία» και στη «μετατροπή του υπουργού Εργασίας σε απόλυτο άρχοντα που μπορεί να απαγορεύει τη μονομερή προσφυγή των εργαζομένων στη διαιτησία και να προχωρά μέτρα που διευκολύνουν παραπέρα την περιβόητη ευελιξία».
Είπε ότι τόσο η κυβέρνηση ΝΔ όσο και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διατήρησαν και επέκτειναν το πλαίσιο που αφήνει σχεδόν 9 στους 10 εργαζόμενους εκτός οποιασδήποτε συλλογικής σύμβασης εργασίας, ενώ η κυβέρνηση διατήρησε ανέγγιχτη την εγκύκλιο του ΣΥΡΙΖΑ για τις κλαδικές συμβάσεις «όπου δίνεται στον κάθε εργοδότη το δικαίωμα να προχωρά ή να μπλοκάρει τη διαδικασία κήρυξης μιας κλαδικής σύμβασης ως υποχρεωτικής».
Σημείωσε ότι με τον όρο της επίκλησης της οικονομικής κατάστασης μιας επιχείρησης ως δείκτη εξαίρεσης (από την συλλογική σύμβαση) την οποία οι ίδιες οι επιχειρήσεις θα μπορούν να επικαλούνται «ανοίγει ο ασκός του Αιόλου για τη μη εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων και το κατρακύλισμα των μισθών στο όριο του κατώτατου».
Ο Δ. Κουτσούμπας είπε ότι η κυβέρνηση φρόντισε να εντείνει την καταστολή με διατάξεις που «τσακίζουν τη συνδικαλιστική δράση και το δικαίωμα στην απεργία με μέτρα σε βάρος της ίδιας της λειτουργίας των σωματείων».
Μιλώντας για το Ασφαλιστικό, είπε ότι κάθε κυβέρνηση «χτίζει πάνω στο οικοδόμημα της άλλης» και προσέθεσε ότι η κυβέρνηση «δεν καταργεί, όπως είχε δεσμευτεί προεκλογικά, αλλά εφαρμόζει κατά γράμμα τον νόμο Κατρούγκαλου προσπαθώντας να ξεπεράσει τα ορισμένα νομικά κενά του».
«Αυτός ο νόμος αποτέλεσε έως τις μέρες μας την ολοκλήρωση της αντιασφαλιστικής επίθεσης, καθώς ενσωμάτωσε όλες τις ανατροπές σε βάρος ασφαλισμένων και συνταξιούχων» υπογράμμισε, προσθέτοντας πως «σήμερα έρχεται η ΝΔ να ισχυροποιήσει το πνεύμα και το σώμα αυτού του νόμου, να ανοίξει τον δρόμο σε νέα επιδρομή με τους τρεις πυλώνες του συστήματος Πινοσέτ».
Τόνισε ότι η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει το έδαφος ώστε «το ασφαλιστικό να αποτελεί όχι δικαίωμα και υποχρέωση του κράτους, αλλά εμπόρευμα που θα το πληρώνει όποιος έχει, για όσο έχει και αν έχει».
Μιλώντας για τις εργασιακές σχέσεις είπε ότι εκεί επικρατεί το απόλυτο χάος για τους εργαζόμενους, αλλά είναι «παράδεισος για τους επιχειρηματικούς ομίλους» στους οποίους η κυβέρνηση «κάνει σινιάλο για επενδύσεις προσφέροντας πάμφθηνη εργατική δύναμη».
Αναφέρθηκε επίσης στην «επίθεση που εξελίσσεται μεθοδικά, εδώ και χρόνια, εις βάρος της κυριακάτικης αργίας», ενώ ειδικά στο εμπόριο, στον επισιτισμό και στον τουρισμό, οι εξελίξεις αυτές «δένουν» με την απογείωση της ευελιξίας και της υποαπασχόλησης.
Ο Δ. Κουτσούμπας είπε ότι η «πλήρης ασυδοσία που απολαμβάνει η εργοδοσία μεταφράζεται και σε νέα εργοδοτικά εγκλήματα καθώς μακραίνει ο κατάλογος ατυχημάτων μέσα από τα οποία αναδεικνύεται με τον πλέον τραγικό τρόπο οι ελλείψεις σε μέτρα υγιεινής και ασφάλειας».
«Κάθε επόμενη κυβέρνηση όχι μόνο δεν καταργούσε τα βασικά αντεργατικά νομοθετήματα της προηγούμενης, αλλά έβαζε πάνω σε αυτά και το δικό της λιθαράκι» υπογράμμισε ο Δ. Κουτσούμπας, θέτοντας στη συνέχεια τα εξής ερωτήματα:
«Πείτε μας, εδώ και τώρα, πότε θα επαναφέρετε τον κατώτερο μισθό στα 751 ευρώ, ο οποίος πρέπει και να αποτελέσει τη βάση προς συζήτηση για αυξήσεις στους κλάδους. Να μας πείτε, εδώ και τώρα, πότε θα αφήσετε ελεύθερες τις συλλογικές διαπραγματεύσεις».
Σημείωσε ότι παρά την εκτίμηση του προϋπολογισμού για ανάπτυξη 2,8% το 2020, για τους μισθούς των εργαζομένων, που παράγουν την ανάπτυξη, η εκτίμηση για αύξησή τους είναι 1,2%.
«Και αυτή ακόμη η αύξηση είναι πλασματική, γιατί στην πραγματικότητα αν συνυπολογίσουμε τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, έτσι όπως ονομάζετε τη φοροληστεία, αν συνυπολογίσουμε περικοπές σε κοινωνικές παροχές, Υγεία, Παιδεία, Πρόνοια, που το κόστος τους μεταφέρεται στους μισθωτούς, αν συνυπολογίσουμε την αύξηση των τιμών σε βασικά είδη, τελικά μάλλον μείωση του μισθού έχουμε παρότι καταγράφεται για δεύτερη χρονιά ανάπτυξη» ανέφερε.
Τόνισε ότι το ΚΚΕ δεν ασκεί κριτική στην κυβέρνηση «α λα ΣΥΡΙΖΑ ότι τάχα υιοθετείτε αντιαναπτυξιακά μέτρα» προσθέτοντας, απευθυνόμενος στη κυβέρνηση «αναπτυξιακά μέτρα υιοθετείτε, μόνο που η ανάπτυξη αφορά τους λίγους, τα κέρδη τους, τα προνόμιά τους».
«Αυτή η καπιταλιστική ανάπτυξη ούτε είναι ούτε μπορεί να γίνει ποτέ ανάπτυξη για όλους. Ούτε ασφαλώς μπορεί να γίνει δίκαιη, γιατί αυτή η ανάπτυξη καλπάζει όσο μεγαλώνει η αδικία σε βάρος των πολλών» είπε, προσθέτοντας: «Οι αγώνες που αναπτύσσονται αυτήν την περίοδο, δίνουν απάντηση στην κυβέρνηση της ΝΔ, που με το “μαστίγιο” της εκτεταμένης καταστολής μαζί με το “καρότο” της “βιώσιμης ανάπτυξης”, θεωρεί ότι θα τελειώσει με τους εργατικούς-λαϊκούς αγώνες, ότι θα καταφέρει να επιβάλει σιωπητήριο στους τόπους δουλειάς».
«Αυτοί οι αγώνες, σε αυτήν την περίοδο, δείχνουν τη δύναμη του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος και των οργανώσεών του, ενάντια στην πολιτική που διαλύει εργατικά-ασφαλιστικά δικαιώματα» κατέληξε στην ομιλία του ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ.