Κώστας Βουτσάς: Σε κλίμα συγκίνησης το τελευταίο «αντίο»
Ο επικήδειος λόγος του γγ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα
Σε κλίμα συγκίνησης και ανείπωτης θλίψης η κηδεία του αγαπημένου ηθοποιού, Κώστα Βουτσά, στη Μητρόπολη Αθηνών.
Επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο Κώστας Γεωργουσόπουλος συγγραφέας και κριτικός θεάτρου, ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης, ο πρόεδρος της αγαπημένης του ομάδας, της ΑΕΚ Δημήτρης Μελισσανίδης, ο Νίκος Γαλανός, ηθοποιός και εκπρόσωπος του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Δικαιωμάτων Ελλήνων Ηθοποιών «Ο Διόνυσος», η συνεργάτιδά του ηθοποιός Μιμή Ντενίση, ο Δημήτρης Λιγνάδης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, η κόρη του Νικολέτα και ο Άνθιμος Ανανιάδης, θετός του γιος.
Κατά την έξοδο από την Μητρόπολη, υπό τους πένθιμους ήχους της Φιλαρμονικής του Δήμου Αθηναίων, τη σορό συνόδευαν η οικογένειά του, οι παλιοί συμπρωταγωνιστές του, Γιώργος Κωνσταντίνου και Δέσποινα Στυλιανοπούλου και πλήθος κόσμου εκφράζοντας την αγάπη και την αναγνώρισή του για το έργο και την προσφορά του Κ.Βουτσά.
Στη συνέχεια, με αυτοκινητοπομπή η σορός έφθασε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου έγινε η ταφή, ύστερα από παραχώρηση – τιμής ένεκεν – τάφου από τον Δήμο Αθηναίων.
Δ. Κουτσούμπας: Θα είσαι πάντα παρών με το έργο σου, τους ρόλους σου, την ανεπανάληπτη προσωπικότητά σου
Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας αποχαιρετώντας τον μεγάλο ηθοποιό Κώστα Βουτσά είπε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Πολυαγαπημένε μας Κώστα,
Συνήθιζες να λες πως μια μέρα χωρίς γέλιο, είναι μια μέρα χαμένη.
Δυστυχώς μάς είναι αδύνατο αυτές τις μέρες να συμμορφωθούμε μ’ αυτή την προτροπή σου.
Μας φαίνεται πολύ παράξενο όλη η χαρά και το γέλιο που μας χάριζες απλόχερα όχι μόνο από τη σκηνή και την οθόνη, αλλά και σε κάθε μαζί σου ζωντανή επαφή, σήμερα να έχει μετατραπεί σε πόνο και θλίψη.
Δεν μας άφησες και πολλά περιθώρια για να προετοιμαστούμε.
Δεν πέρασε ούτε μήνας από τότε που γελαστός και γεμάτος ζωή ήσουν πάνω στη σκηνή.
Εργαζόσουν ως την τελευταία σου πνοή, γιατί ήξερες πως η εργασία δίνει στον άνθρωπο την ανθρώπινη, την κοινωνική υπόστασή του.
Και πως η εργασία είναι πάλι που τον βοηθά να υψώνεται πάνω από τις στοιχειώδεις ανάγκες του απλά για την επιβίωση.
“Αν θες την υγειά σου, να εργάζεσαι σ’ όλη σου τη ζωή αδιάκοπα”, συμβούλευες σοφά.
Την αγάπη μας, την αγάπη όλου του κόσμου την είχες επάξια κερδίσει.
Η πλατιά αναγνώριση, η δόξα και οι τιμές ποτέ δεν σε παρέσυραν.
Έμεινες απλός, ζεστός, εγκάρδιος, αξιολάτρευτος, μια μεγάλη καρδιά, γεμάτη από το κέφι και τη χαρά εκείνου που γνωρίζει την αξία της ζωής.
Πίστευες πως ο άνθρωπος που έχει ουσία, ο πραγματικά σημαντικός άνθρωπος είναι ταπεινός.
Και πως, εκτός από ταπεινός, είναι και γενναιόδωρος με όλους τους άλλους, ειδικά με αυτούς που υπήρξαν λιγότερο τυχεροί απ’ αυτόν.
Ποτέ δεν ξέχασες τα λόγια της μητέρας σου: “Πρόσεξε να μην αδικήσεις κανέναν, γιατί είσαι γιος κομμουνιστή”.
Γι’ αυτές τις αρετές σου όσοι ζούσαν και δούλευαν μαζί σου, όλοι οι συνεργάτες σου, σε σέβονταν και σε υπεραγαπούσαν.
Ζυμωμένος από νωρίς στα βάσανα της στέρησης, αλλά και στον πόθο και τον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, εξέπεμπες όλο εκείνο το ηθικό μεγαλείο των λαϊκών ανθρώπων, την καλοσύνη, τη γνησιότητα των αισθημάτων, την ανθρωπιά.
Και πώς να γίνει αλλιώς; Αφού από τα 10 σου κιόλας χρόνια, εκεί που μπαίνουν οι βάσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας, ήσουν Αετόπουλο και μοίραζες προκηρύξεις του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, που τύπωνε ο κομμουνιστής πατέρας σου.
Τα σκληρά παιδικά σου χρόνια, οι διωγμοί των δικών σου γιατί δεν υποτάχτηκαν, η βιοπάλη για να συμπληρώνεις με δουλειές του ποδαριού τα λιγοστά εισοδήματα της οικογένειάς σου δεν σκλήρυναν την καρδιά σου, που έμεινε ευαίσθητη μέχρι το τέλος.
Αντίθετα, σε όπλισαν με το θάρρος να βάζεις ολοένα και υψηλότερους στόχους στη ζωή σου, με τη δύναμη να υπερνικάς κάθε εμπόδιο.
Όταν στα 21 σου γύρισες από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, απόφοιτος της Σχολής Θεάτρου του Μακεδονικού Ωδείου, σε είχε ήδη διαλέξει το επάγγελμα.
Σε είχαν ήδη διαλέξει ο κινηματογράφος και το θέατρο.
Στην Αθήνα, μέσα από τη συνεργασία σου με ιερά τέρατα της υποκριτικής τέχνης, ανέδειξες το αστείρευτο και πηγαίο κωμικό ταλέντο σου.
Έγινες δικαιωματικά ο κύριος κληρονόμος της γενιάς του Αυλωνίτη, του Μακρή, του Λογοθετίδη, του Σταυρίδη, του Χατζηχρήστου, του Φωτόπουλου.
Μα δεν βασίστηκες μόνο στο ταλέντο σου.
Πίσω από κάθε επιτυχία σου κρυβόταν μεγάλη προσπάθεια για να κατακτήσεις τη γνώση, κρυβόταν πολλή δουλειά.
“Η κατάκτηση του ρόλου είναι σκληρή και επώδυνη διαδικασία. Όταν βγει το ξίφος, πρέπει να χτυπήσει αποφασιστικά για να φέρει αποτέλεσμα. Έτσι κι ο ηθοποιός, όταν βγει στη σκηνή, πρέπει να γίνει ξίφος…”, έγραψες.
Το μεγάλο κατόρθωμά σου είναι ότι όποιον χαρακτήρα κι αν ερμήνευες, ακόμη και σε απλά, εμπορικά έργα, τον αγαπούσες και τον έκανες να φαντάζει σπουδαίος.
Έπλασες ένα απόλυτα δικό σου, αυθεντικά λαϊκό, ευφάνταστο, πάντα ελεύθερο και πάντα παιχνιδιάρικο υποκριτικό κώδικα, ανοιχτό και πρόσφορο σε όλα τα είδη της κωμωδίας.
Το μεγάλο όμως όπλο της υποκριτικής σου ήταν ότι δεν επαναπαύτηκες.
Είχες την εγρήγορση, επιστράτευες όλο σου το “είναι” σε κάθε ερμηνεία.
Μια διαρκής, καθημερινή αναδημιουργία, έξω από τις ευκολίες και τη ρουτίνα της τυπικής επανάληψης, που σε έκανε να ξεχωρίζεις όχι μόνο με την τέχνη σου, αλλά και με την εντιμότητά σου απέναντι στο κοινό που ζούσε μαζί σου κάθε παράσταση.
Στις θεατρικές σου ερμηνείες δεν έλειψαν και οι κλασσικοί ρόλοι, όπως στις “Σφήκες” του Αριστοφάνη και στον “Αρχοντοχωριάτη” του Μολιέρου.
“Εάν δεν αντέχεις όλα τα είδη του θεάτρου, δεν είσαι ηθοποιός”, έλεγες.
Απόδειξη πως ποτέ σου δεν βολεύτηκες στην τυποποίηση, είναι και το ότι -αν και καταξιωμένος ως καρατερίστας κωμικός- δεν απέφυγες τη συμμετοχή σου σε κοινωνικά δράματα, όπως ο “Κατήφορος” και ο “Νόμος 4000”.
Εκεί όμως που φάνηκε όλο το εύρος των δυνατοτήτων και το βάθος της τέχνης σου ήταν στις ταινίες του Βασίλη Βαφέα.
Ειδικά για τον “Έρωτα του Οδυσσέα”, το πιο σπουδαίο δεν είναι ότι τόλμησες, αλλά ότι κατάφερες να αποσπάσεις και βραβείο για τον ρόλο αυτό, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα με τον οποίο αναμετρήθηκες για πρώτη φορά στην καριέρα σου.
Πλούσια ήταν και η παρουσία σου σε δεκάδες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης.
Είναι γνωστός ο σεβασμός που έδειχνες απέναντι στο κοινό.
Πάντα υποστήριζες πως “η σχέση με το κοινό είναι ανιδιοτελής, δεν έχει κανένα συμφέρον από μένα ένα κοινό που μ’ αγαπάει”.
Γι’ αυτό δεν απέφυγες ποτέ τη ζωντανή επαφή με τον κόσμο μετά την παράσταση, τα αυτόγραφα και τις φωτογραφίες.
Το θεωρούσες αυτονόητη υποχρέωσή σου και ο κόσμος στο ανταπέδιδε με την αγάπη και τον θαυμασμό του.
Αγαπημένε μας Κώστα,
Το μόνο που μας παρηγορεί είναι πως πέρασες μια γεμάτη ζωή.
Μια ζωή με πάθος για την Τέχνη, για τον έρωτα, για τα πρωτοπόρα ιδανικά.
Φρόντιζες να δίνεις «ζωή στα χρόνια σου κι όχι χρόνια στη ζωή».
Γιατί πίστευες πως “η τύχη δεν είναι μόνο για τους τολμηρούς, αλλά και γι’ αυτούς που κάνουν όνειρα”.
Πως “για να ανθήσει ο άνθρωπος θέλει φτερά”.
Δικά σου λόγια όλα αυτά.
Αυτές οι απόψεις σου, η αγωνιστική παράδοση της οικογένειάς σου, του πατέρα, του αδερφού κι εσένα του ίδιου, το χρέος σου απέναντί της, η συνειδητοποίηση της ανισότητας μέσα από τα ίδια σου τα βιώματα, μα πάνω από όλα η πεποίθηση ότι το ιδανικό ενός καλύτερου, δίκαιου κόσμου μπορεί να γίνει πραγματικότητα, είναι που σε έφεραν κοντά στο ΚΚΕ με μια απόφαση ζωής μέχρι το τέλος.
Έλεγες: “Δεν είμαι κομμουνιστής με την ουσιαστική έννοια του όρου, γιατί για να είναι κανείς κομμουνιστής χρειάζεται μεγάλη αφοσίωση, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από την πρώτη φορά μέχρι τώρα, με περηφάνια ψηφίζω ΚΚΕ”.
Το στήριξες το ΚΚΕ. Όχι μόνο με την ψήφο σου, αλλά με δηλώσεις και παροτρύνσεις να συστρατευθούν όλοι οι καταπιεσμένοι μαζί του.
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ ότι σε μια δύσκολη στιγμή, όταν το 2000 διώχθηκε ο “Ριζοσπάστης” με δύο μηνύσεις από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, πρόσφερες το θέατρο όπου έπαιζες για να γίνει εκδήλωση συμπαράστασης και με όπλα το χιούμορ και τη σάτιρα έδωσες μαζί μας τη μάχη για τον διωκόμενο “Ριζοσπάστη”.
Παρακολουθώντας αδιάκοπα την πολιτική του κόμματός μας, οι τοποθετήσεις σου ήταν πάντα εύστοχες και επίκαιρες.
Σε θυμόμαστε στις τελευταίες εκλογές να δηλώνεις πως “το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που λέει αλήθειες…”.
Ξέρουμε πως δεν είναι εύκολη η παρηγοριά στους δικούς σου ανθρώπους, στις τρεις κόρες και τους δυο γιους σου, στις γυναίκες της ζωής σου, στη σύζυγό σου Αλίκη Κατσαβού.
Θα λείψεις κι από μας και απ’ όλο τον κόσμο.
Μα όσοι αγαπήθηκαν, πάντα θα ζουν.
Κι εσύ που αγαπήθηκες πολύ, θα είσαι πάντα παρών με το έργο σου, τους ρόλους σου και προπαντός με την ανεπανάληπτη, την αξέχαστη προσωπικότητά σου.
Θα είσαι μαζί μας και στους αγώνες μας τους τωρινούς και τους αυριανούς, καθώς η ζωή θα συνεχίζει την κίνησή της μέχρι ν’ ανθήσει ο άνθρωπος, όπως κι εσύ το ονειρεύτηκες.
Καλό σου ταξίδι».
Οι υπόλοιποι επικήδειοι
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος μεταξύ άλλων ανέφερε: «Αποχαιρετάμε τον Κώστα Βουτσά, που πήρε ήδη μετεγγραφή για τον “θίασο των αγγέλων”». Τον χαρακτήρισε ως μία από τις σημαντικότερες μορφές του θεάτρου που ως λαϊκός κωμικός αποτύπωσε στη σκηνή τον καθημερινό άνθρωπο, τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας με τα πάθη του, τα αδιέξοδά του, τα όνειρά του. Καταλήγοντας σημείωσε πως «από δω και πέρα στο θέατρο θα λέγεται η φράση “αυτός ο ρόλος ήθελε Βουτσά”».
Ο Κώστας Μπακογιάννης επισήμανε πως σήμερα αποχαιρετά τον Κ. Βουτσά ολόκληρη η πόλη με βαθιά ευγνωμοσύνη, ενώ ο Δ. Μελισσανίδης, ανέφερε πως «εμείς ως ΑΕΚ υποκλινόμαστε που λάμπρυνε τον σύλλογό μας».
Ο Νίκος Γαλανός, ηθοποιός και εκπρόσωπος του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Δικαιωμάτων Ελλήνων Ηθοποιών «Ο Διόνυσος», ανέφερε πως όσες φορές χρειάστηκε, ο Κ. Βουτσάς όρθωσε το ανάστημά του για τα δικαιώματα των ερμηνευτών.
Η Μιμή Ντενίση, εμφανώς συγκινημένη, μοιράστηκε αναμνήσεις από την τελευταία τους συνεργασία στο έργο «Σμύρνη μου αγαπημένη», αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Έχω μάθει να είμαι στη σκηνή και να μιλάω με τον Κώστα και όχι για τον Κώστα».
Ο Δημήτρης Λιγνάδης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, εξυμνώντας το έργο και την προσφορά του στο θέατρο, επισήμανε μεταξύ άλλων πως «το πολύ και ποικίλο κοινό που είναι και σήμερα εδώ για να τον αποχαιρετήσει, λέει πολλά για την τέχνη και την προσφορά του Κ. Βουτσά».
Ρίγη συγκίνησης σκόρπισε η κόρη του Νικολέτα, αναφέροντας πως ο πατέρας της ενσάρκωσε και προσωποποίησε τη ζωή γιατί ακριβώς δεν αντιστεκόταν στον ρυθμό της, έφυγε χαρούμενος και γαλήνιος, έχοντας όλους τους ανθρώπους της οικογένειάς του στο πλευρό του.
Τέλος, ο Άνθιμος Ανανιάδης, θετός του γιος, τον ευχαρίστησε για την αγάπη που ανιδιοτελώς του πρόσφερε.