Ο φασισμός ως διαρκής πειρασμός: Η Σώτη Τριανταφύλλου αναλύει σύγχρονες προκλήσεις
Η συγγραφέας τονίζει ότι ο αυταρχισμός, η βία και η αμφισβήτηση των θεσμών εμφανίζουν χαρακτηριστικά φασιστικών πρακτικών, ενώ αναφέρεται στις εξελίξεις σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Η Σώτη Τριανταφύλλου, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου της για την ιστορία του φασισμού, υπογράμμισε ότι το φαινόμενο αυτό δεν αποτελεί παρελθόν, αλλά έναν διαρκή πειρασμό για τις κοινωνίες. Μιλώντας στην εκπομπή «Συνδέσεις» της ΕΡΤ, η συγγραφέας τόνισε ότι, παρά το γεγονός ότι ο φασισμός είναι ένα συγκεκριμένο ιστορικό και ιδεολογικό φαινόμενο που πρέπει να τοποθετείται στο ιστορικό του πλαίσιο, η συχνή χρήση του όρου στο δημόσιο λόγο δεν είναι τυχαία. Πολλές σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές εμφανίζουν πλέον χαρακτηριστικά αυταρχισμού, βίας και αμφισβήτησης των δημοκρατικών θεσμών.
Η συγγραφέας συνέδεσε την άνοδο λαϊκιστικών και αυταρχικών πολιτικών δυνάμεων, τόσο στη Γαλλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, με υπαρκτά και διαχρονικά προβλήματα. Ανάμεσα σε αυτά, ανέφερε τη δυσκολία ένταξης ενός σημαντικού αριθμού μη Ευρωπαίων μεταναστών, καθώς και τις εντάσεις που αναδύονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλο που η δημαγωγία αποτελεί συστατικό στοιχείο του φασισμού, η Τριανταφύλλου διευκρίνισε ότι δεν ταυτίζεται αυτομάτως με αυτόν.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στις παραχωρήσεις που γίνονται στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, οι οποίες, σύμφωνα με την ίδια, ενίοτε οδηγούν σε αντιφάσεις με τις θεμελιώδεις αρχές του Διαφωτισμού και του κοσμικού κράτους. Ως παράδειγμα φέρθηκε η Γαλλία, όπου, παρά το θεσμικό πλαίσιο του laïcité (κοσμικό κράτος), η καθημερινή πρακτική παρουσιάζει αποκλίσεις που επηρεάζουν την ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα.
Σχετικά με τις εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Σώτη Τριανταφύλλου σχολίασε τον ρόλο της λεγόμενης «χαρισματικής ηγεσίας», χαρακτηρίζοντάς την όρο με αρνητική χροιά, καθώς αφορά ηγεσίες που είναι ικανές να ελκύουν και να χειραγωγούν τις μάζες. Επισήμανε ότι η πολιτική συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ έχει επηρεάσει το ύφος της πολιτικής και έχει προκαλέσει φθορά στους θεσμούς, με την ανοχή ή τη σιωπή μέρους του πολιτικού προσωπικού.
Αναφορικά με τα πανεπιστήμια, και με αφορμή τις νέες της σπουδές στο ΕΚΠΑ, η Τριανταφύλλου άσκησε κριτική στη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, τονίζοντας τη διαμορφούμενη ανισορροπία στο φοιτητικό σώμα. «Οι πολύ καλοί έχουν γίνει πάρα πολύ καλοί και τρέχουν μπροστά και πίσω, ενώ υπάρχει και μια μάζα που δεν ξέρει τίποτα για τίποτα», δήλωσε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας την απώλεια του «μέσου όρου», δηλαδή των φοιτητών που παραδοσιακά στελέχωναν κρίσιμους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας. Αυτό το φαινόμενο, σύμφωνα με την ίδια, συνδέεται με τη χαλάρωση των ακαδημαϊκών απαιτήσεων και την έλλειψη ουσιαστικής πίεσης για συστηματική μελέτη.
Τέλος, εξετάζοντας το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα, εξέφρασε επιφυλάξεις για τον κατακερματισμό των κομμάτων. Τόνισε ότι οι ώριμες δημοκρατίες βασίζονται σε λίγα, ισχυρά πολιτικά σχήματα με εσωτερικές τάσεις και ουσιαστική πολιτική ζύμωση, ενώ η δημιουργία πολλών μικρών κομμάτων δυσχεραίνει τη σταθερότητα και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

