Νετανιάχου-Τραμπ: Εικόνα ισχύος, έμμεσα μηνύματα στην Τουρκία
Η συνάντηση στο Μαρά-α-Λάγκο επιβεβαίωσε τη στενή σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ, αφήνοντας όμως ανοιχτά μέτωπα και στέλνοντας σήματα σε τρίτες χώρες, με την Τουρκία να κερδίζει έδαφος.
Η συνάντηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου με τον Ντόναλντ Τραμπ είχε όλα τα στοιχεία μιας προσεκτικά σχεδιασμένης επικοινωνιακής κίνησης. Δημόσια επιβεβαίωση της «ειδικής σχέσης», πληθώρα κολακευτικών λόγων και χαμόγελα μπροστά στις κάμερες, αποτυπώνοντας στο επίπεδο της εικόνας, ότι τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη. Ωστόσο, η ουσία των ανακοινώσεων αποδείχθηκε περιορισμένη, με τις ειδήσεις να φιλτράρονται εξονυχιστικά.
Ο Τραμπ, χαρακτηρίζοντας τον Ισραηλινό πρωθυπουργό «ήρωα» δεκάδες φορές, υπογράμμισε την προσωπική του παρέμβαση για τη χάρη σε τυχόν ποινικές διώξεις που αντιμετωπίζει. Ο Νετανιάχου, από την πλευρά του, επαίνεσε τη «στρατηγική καθαρότητα» της αμερικανικής ηγεσίας. Το μήνυμα ήταν σαφές: η γραμμή Ουάσινγκτον – Τελ Αβίβ παραμένει αρραγής, παρά τις διαφωνίες στο παρασκήνιο για τη Γάζα, την έκταση των επιχειρήσεων και την «επόμενη μέρα», οι οποίες στο παρελθόν είχαν κλονίσει τη σχέση, καθιστώντας την περισσότερο προσωπική παρά πολιτική.
Στη Μέση Ανατολή, τα νέα ήταν ελάχιστα. Η Γάζα καλύφθηκε από δηλώσεις αρχών χωρίς συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, ενώ ο αφοπλισμός της Χαμάς επαναλήφθηκε ως προϋπόθεση, χωρίς εξηγήσεις για την επιβολή του, τον φορέα ή το πολιτικό κόστος. Το μήνυμα Τραμπ περιλάμβανε μόνο την απειλή συνεπειών σε περίπτωση μη τήρησης των συμφωνιών. Το ζήτημα της διοίκησης του θύλακα μετά τις επιχειρήσεις παρέμεινε στον αέρα, με κανέναν να μην δεσμεύεται δημοσίως για ρόλους, ευθύνες ή κανόνες εμπλοκής. Η ασάφεια αυτή ήταν συνειδητή επιλογή. Παρόμοιο μοτίβο παρατηρήθηκε και στην κατεχόμενη Δυτική όχθη. Ο Αμερικανός Πρόεδρος, ενώ αναγνώρισε διαφωνίες, εξέφρασε την πεποίθησή του ότι ο Νετανιάχου θα περιορίσει τους εποικισμούς.
Η ρητορική άλλαξε προσωρινά με το Ιράν. Ο Τραμπ υιοθέτησε σκληρή στάση, αναφέροντας «όλες τις επιλογές στο τραπέζι», αλλά απέφυγε δηλώσεις που θα έκλειναν διπλωματικά παράθυρα. Ξεκαθάρισε ότι η Τεχεράνη βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση και ότι η μη συμμόρφωση θα έχει σοβαρότερες συνέπειες από τους προηγούμενους βομβαρδισμούς. Ο Νετανιάχου έλαβε τη στήριξη που χρειαζόταν σε επίπεδο τόνου και συμβολισμού, χωρίς όμως νέα, συγκεκριμένη αμερικανική δέσμευση.
Ωστόσο, η πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη δεν αναφέρθηκε επίσημα, αλλά αναδύθηκε στις παρυφές της συνάντησης, κυρίως στις δηλώσεις μετά. Η Τουρκία, για άλλη μια φορά, εμφανίζεται ως ένας παίκτης που κερδίζει έδαφος χωρίς να είναι παρών. Η Άγκυρα επανέρχεται ως αναγκαίος συνομιλητής τόσο στο συριακό μέτωπο όσο και στη μεταπολεμική αρχιτεκτονική της Γάζας, όχι ως απλός σύμμαχος, αλλά ως δύναμη που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η πιο χαρακτηριστική στιγμή ήρθε κατά την αποχώρηση. Σε ερώτηση για το πρόγραμμα των F-35 και την πιθανή επιστροφή της Τουρκίας, ο Τραμπ άφησε ανοιχτή την πόρτα, δηλώνοντας ότι «το σκέφτεται πολύ σοβαρά». Μια φράση με ελάχιστες λέξεις, αλλά βαρύ πολιτικό φορτίο.
Η δήλωση αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πρόσφατο πλαίσιο. Κατά την επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ουάσινγκτον, ο Τραμπ δεν είχε προσφέρει κάτι χειροπιαστό, καμία επίσημη κίνηση ή δέσμευση για άρση του αποκλεισμού από το πρόγραμμα. Τώρα, χωρίς την παρουσία του Ερντογάν, η συζήτηση επανέρχεται δημόσια με θετικό πρόσημο για την Άγκυρα.
Για την Τουρκία, το όφελος είναι πολλαπλό. Επανατοποθετείται ως χώρα στρατηγικής σημασίας στο ΝΑΤΟ, παρά τις πρόσφατες εντάσεις. Αποκτά διαπραγματευτικό χαρτί έναντι των ΗΠΑ, καθώς η Ουάσινγκτον αναζητά ισορροπίες σε Συρία και Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, στέλνει το μήνυμα ότι οι κυρώσεις και οι αποκλεισμοί δεν είναι μόνιμες, αλλά αναθεωρούνται με βάση τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Για το Ισραήλ, η εξέλιξη είναι πιο σύνθετη. Η αναβάθμιση της Τουρκίας δεν είναι απαραίτητα επιθυμητή, αλλά φαίνεται αναπόφευκτη, καθώς η Ουάσινγκτον θεωρεί ότι χωρίς την Άγκυρα δεν μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά ούτε το συριακό ζήτημα ούτε τις περιφερειακές ισορροπίες μετά τον πόλεμο στη Γάζα.
Η συνάντηση στο Μαρά-α-Λάγκο λειτούργησε περισσότερο ως καθρέφτης ισχύος παρά ως εργαστήριο λύσεων. Επιβεβαίωσε σχέσεις, άφησε ανοιχτά μέτωπα και έστειλε έμμεσα σήματα προς τρίτους. Το πιο σαφές σήμα δεν αφορούσε τη Γάζα ή το Ιράν, αλλά την Τουρκία. Μια χώρα που, παρότι απουσίαζε από την αίθουσα, βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης. Στη διεθνή πολιτική, αυτό σπάνια αποτελεί λεπτομέρεια.

