Ο Ερμής, το αίνιγμα του Ηλιακού Συστήματος
Ο μικρότερος πλανήτης, ο κοντινότερος στον Ήλιο, προκαλεί απορίες στους επιστήμονες λόγω της ασυνήθιστης δομής και προέλευσής του.
Ο Ερμής, ο μικρότερος πλανήτης του Ηλιακού μας Συστήματος και ο πλησιέστερος στον Ήλιο, συνεχίζει να αποτελεί ένα αίνιγμα για την επιστημονική κοινότητα, καθώς δεν εντάσσεται στα υπάρχοντα μοντέλα σχηματισμού πλανητών. Παρά τη μάζα του, η οποία είναι σχεδόν 20 φορές μικρότερη από αυτήν της Αφροδίτης και η διάμετρός του μόλις λίγο μεγαλύτερη από την Αυστραλία, ο Ερμής είναι ο δεύτερος πιο πυκνός πλανήτης μετά τη Γη. Αυτό οφείλεται στον τεράστιο μεταλλικό του πυρήνα, ο οποίος καταλαμβάνει περίπου το 85% της ακτίνας του.
Η ασυνήθιστη εσωτερική δομή του σε συνδυασμό με την εγγύτητά του στον Ήλιο δημιουργούν ένα μυστήριο για το οποίο, όπως παραδέχονται οι ειδικοί, δεν υπάρχει ακόμη μια πειστική απάντηση. «Είναι κάπως… ντροπιαστικό», παραδέχεται ο Σον Ρέιμοντ, ειδικός στον σχηματισμό πλανητών από το Πανεπιστήμιο του Μπορντό, τονίζοντας πως «υπάρχει κάτι θεμελιώδες που μας διαφεύγει». Η κατανόηση του σχηματισμού του Ερμή είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για την ιστορία του δικού μας Ηλιακού Συστήματος, αλλά και για τη μελέτη εξωπλανητών γύρω από άλλα άστρα. Ο πλανητικός επιστήμονας Σαβέριο Καμπιόνι από το MIT παρομοιάζει τον Ερμή με «τον πιο κοντινό πλανήτη που έχουμε σε έναν εξωπλανήτη», λόγω της ασυνήθιστης προέλευσής του.
Οι πρώτες ενδείξεις για την ιδιαιτερότητα του Ερμή προέκυψαν τη δεκαετία του 1970, κατά τις πρώτες διελεύσεις του διαστημοπλοίου Mariner 10. Οι μετρήσεις βαρύτητας αποκάλυψαν έναν δυσανάλογα μεγάλο πυρήνα. Η μεταγενέστερη αποστολή Messenger (2011–2015) περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την εικόνα, εντοπίζοντας πτητικά στοιχεία όπως κάλιο και θόριο, καθώς και ίχνη πάγου νερού σε μόνιμα σκιασμένους κρατήρες στους πόλους. Αυτά τα ευρήματα, θεωρητικά, δεν θα έπρεπε να επιβιώνουν σε θερμοκρασίες που φτάνουν τους 430 βαθμούς Κελσίου, τόσο κοντά στον Ήλιο.
Αυτά τα δεδομένα ενίσχυσαν την υπόθεση ότι ο Ερμής ίσως δεν σχηματίστηκε στην τρέχουσα θέση του. Μία από τις επικρατέστερες θεωρίες υποστηρίζει ότι ο πλανήτης ήταν αρχικά πολύ μεγαλύτερος, παρόμοιος σε μέγεθος με τον Άρη, και υπέστη μια γιγάντια σύγκρουση στα πρώτα 10 εκατομμύρια χρόνια της ύπαρξής του. Αυτή η σύγκρουση θα μπορούσε να έχει απογυμνώσει τον πλανήτη από τον μανδύα και τον φλοιό του, αφήνοντας μόνο τον πυκνό, σιδηρούχο πυρήνα. Όπως εξηγεί ο Αλεσάντρο Μορμπιντέλι από το Αστεροσκοπείο της Κυανής Ακτής, «η γενική ερμηνεία είναι ότι ο Ερμής υπέστη μια γιγάντια σύγκρουση που αφαίρεσε το μεγαλύτερο μέρος του μανδύα του».
Ωστόσο, αυτό το σενάριο αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Μια τόσο βίαιη σύγκρουση αναμένεται να είχε απομακρύνει και τα πτητικά στοιχεία, κάτι που δεν παρατηρείται. Επιπλέον, παραμένει αδιευκρίνιστο γιατί τα θραύσματα από μια τέτοια σύγκρουση δεν επέστρεψαν στον πλανήτη ούτε δημιούργησαν δορυφόρους, καθώς ο Ερμής δεν διαθέτει κανέναν.
Άλλες θεωρίες προτείνουν ότι ο Ερμής μπορεί να ήταν ο «εισβολέας» σε μια σύγκρουση τύπου hit-and-run με έναν μεγαλύτερο πλανήτη, όπως η Αφροδίτη, ή ότι σχηματίστηκε εξαρχής από υλικό πλούσιο σε σίδηρο, πολύ κοντά στον νεαρό Ήλιο, όπου η έντονη ακτινοβολία διέλυσε τα ελαφρύτερα στοιχεία. Παρόλα αυτά, και αυτές οι εκδοχές αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα γιατί ο πλανήτης σταμάτησε να αυξάνεται στο σημερινό του μέγεθος.
Απαντήσεις αναμένεται να προσφέρει η ευρωπαϊκο-ιαπωνική αποστολή BepiColombo, η οποία εκτοξεύθηκε το 2018 και προβλέπεται να τεθεί σε τροχιά γύρω από τον Ερμή τον Νοέμβριο του 2026, μετά από καθυστέρηση λόγω τεχνικού προβλήματος. Η αποστολή στοχεύει στη λεπτομερή μελέτη της σύστασης του πλανήτη, του πυρήνα του και των πτητικών στοιχείων στην επιφάνειά του.
Όπως τονίζουν οι επιστήμονες, ο Ερμής παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του Ηλιακού Συστήματος. Η επίλυσή του όχι μόνο θα εξηγήσει την προέλευση ενός «αταίριαστου» πλανήτη, αλλά δυνητικά θα αναδιαμορφώσει τον τρόπο που κατανοούμε τον σχηματισμό πλανητών, τόσο κοντά στον Ήλιο όσο και γύρω από μακρινά άστρα.

