Γαλλο-ρωσική κοινοπραξία πυρηνικών καυσίμων στο Λίνγκεν: Ένα περίπλοκο deal υπό το βλέμμα του πολέμου
Παρά τις κυρώσεις και τις ανησυχίες ασφαλείας, η Γαλλία πιέζει για έγκριση εργοστασίου παραγωγής πυρηνικών ράβδων στη Γερμανία, με ρωσική τεχνογνωσία.
Παρά τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και τις επιβληθείσες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, μια τριγωνική συνεργασία στον τομέα των πυρηνικών καυσίμων βρίσκεται σε τροχιά υλοποίησης, η οποία αναμένεται να ενισχύσει την παραγωγή πυρηνικού καυσίμου για τους αντιδραστήρες της Γαλλίας. Η εν λόγω γαλλο-ρωσική κοινοπραξία προβλέπει την κατασκευή ράβδων πυρηνικού καυσίμου και άλλων απαραίτητων εξαρτημάτων στο Λίνγκεν της Γερμανίας.
Το εργοστάσιο θα τελεί υπό τη διαχείριση της Framatome, θυγατρικής της γαλλικής κρατικής εταιρείας ενέργειας EDF. Η προμήθεια των ρωσικών εξαρτημάτων, που είναι κρίσιμα για την παραγωγή, θα γίνεται από την TVEL, η οποία αποτελεί μέρος του κρατικού πυρηνικού ομίλου Rosatom, ελεγχόμενου από το Κρεμλίνο. Παρότι η TVEL δεν θα εμπλακεί άμεσα στην επιχειρησιακή λειτουργία του εργοστασίου, θα είναι υπεύθυνη για την παροχή των ρωσικής κατασκευής εξαρτημάτων.
Η Framatome, με τη στήριξη και της γαλλικής κυβέρνησης, ασκεί έντονες πιέσεις στις γερμανικές αρχές για την έγκριση του έργου, υποστηρίζοντας ότι τα επιχειρηματικά οφέλη για την ίδια συνιστούν αντίστοιχα οφέλη για την Ευρώπη. Ωστόσο, το σχέδιο αυτό έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει την πλήρη διακοπή των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία ως απάντηση στην εισβολή στην Ουκρανία. Το εγχείρημα προκαλεί επίσης σοβαρές ανησυχίες τόσο στην ομοσπονδιακή όσο και στην κρατιδιακή γερμανική κυβέρνηση, όσον αφορά πιθανούς κινδύνους κατασκοπείας και άλλες απειλές για την ασφάλεια.
Η πρόταση για τη σύσταση της γαλλο-ρωσικής κοινοπραξίας δεν έχει λάβει ακόμη την έγκριση του Βερολίνου, με την τελική απόφαση να αναμένεται τις προσεχείς εβδομάδες, χωρίς να υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα. Για τη Γερμανία, η θετική απόφαση παρουσιάζει σημαντικές πολιτικές δυσκολίες. Οι αρχές ανησυχούν για τους κινδύνους ασφάλειας και την πιθανότητα ρωσικής κατασκοπείας, ενώ ορισμένοι αξιωματούχοι εκφράζουν την αντίθεσή τους σε μια ρωσική εταιρεία να αποκτήσει πρόσβαση σε μια χώρα που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με το καθεστώς του Πούτιν και η οποία αντιμετωπίζει ακόμα τις συνέπειες της προηγούμενης εξάρτησής της από τη ρωσική ενέργεια. Οι τοπικές αρχές στη Γερμανία, οι οποίες απαιτούνται επίσης για την έγκριση, εμφανίζονται εξίσου επιφυλακτικές.
Ο Κρίστιαν Μάγερ, υπουργός Περιβάλλοντος της Κάτω Σαξονίας, έχει εκφράσει ιδιαίτερη δυσπιστία, υπενθυμίζοντας την περίπτωση της Gazprom, η οποία, όταν της επιτράπηκε η πρόσβαση σε κρίσιμες ενεργειακές υποδομές της Γερμανίας, κατέστησε τη χώρα ευάλωτη σε εκβιασμούς, όταν ο Πούτιν διέκοψε την παροχή φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης. Το υπουργείο του είναι η τελική αρχή που θα εγκρίνει τη λειτουργία του εργοστασίου στο Λίνγκεν.
Η συνεργασία μεταξύ Framatome και Rosatom ξεκίνησε το 2021, όταν οι δύο εταιρείες υπέγραψαν μακροχρόνια συμφωνία και δημιούργησαν κοινοπραξία, με την Framatome να κατέχει το 75% και την TVEL το 25%. Η αίτηση της Framatome για την κατασκευή του εργοστασίου στο Λίνγκεν, αξιοποιώντας ρωσική τεχνογνωσία, υποβλήθηκε τον Μάρτιο του 2022, λίγες ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Η γαλλική εταιρεία ισχυρίστηκε τότε ότι η κίνηση αυτή θα μπορούσε τελικά να μειώσει την εξάρτηση από τη Ρωσία, χαρακτηρίζοντάς την ως μια «100% ευρωπαϊκή λύση». Παράλληλα, η Framatome αναπτύσσει και δικά της σχέδια σε ένα δικό της εργοστάσιο στη Γαλλία. Η Framatome επιμένει ότι κανένας Ρώσος μηχανικός δεν έχει επισκεφθεί το Λίνγκεν και ότι οι επαφές με τη Ρωσία έχουν περιοριστεί σημαντικά μετά την εισβολή.

