Στρατηγική Τραμπ: Ευρωπαϊκή Συνοχή υπό Δοκιμασία
Νέες εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ μετά τη δημοσιοποίηση της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας, με την Ευρώπη να ερμηνεύει το έγγραφο ως ανοιχτή πρόκληση.
Νέες εντάσεις πυροδοτήθηκαν στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών – Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη δημοσιοποίηση της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ στις 4 Δεκεμβρίου 2025. Ευρωπαίοι πολιτικοί ερμηνεύουν το έγγραφο ως ανοιχτή πρόκληση και ένδειξη μιας ευρύτερης αμερικανικής στρατηγικής αποδυνάμωσης της ευρωπαϊκής συνοχής.
Το επίσημο κείμενο, το οποίο κάθε νέα αμερικανική κυβέρνηση καταθέτει στο Κογκρέσο, περιγράφει την Ευρώπη ως ήπειρο σε παρακμή, προειδοποιώντας για κίνδυνο «πολιτισμικής εξάλειψης» λόγω μεταναστευτικών πολιτικών. Παράλληλα, γίνεται λόγος για «λογοκρισία της ελευθερίας του λόγου» και «καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης», διατυπώσεις που προκάλεσαν έντονη δυσφορία σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Την ανησυχία ενίσχυσαν πληροφορίες για ένα εκτενέστερο, μη δημοσιοποιημένο προσχέδιο της στρατηγικής, το οποίο φέρεται να κυκλοφόρησε πριν από την επίσημη έκδοση. Σύμφωνα με το αμερικανικό μέσο Defense One, το προσχέδιο ανέφερε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να «εργαστούν περισσότερο» με την Ιταλία, την Αυστρία, την Πολωνία και την Ουγγαρία – ευρωπαϊκά έθνη που διαθέτουν κυβερνήσεις και κινήματα που συμφωνούν με τις παραδοσιακές αξίες – με στόχο να τις «απομακρύνουν» από την Ευρωπαϊκή Ένωση και απώτερο σκοπό να κάνουν «Ξανά Μεγάλη την Ευρώπη». Ο Λευκός Οίκος διέψευσε την ύπαρξη του συγκεκριμένου εγγράφου, ωστόσο τα ερωτήματα για τις πραγματικές προθέσεις της Ουάσινγκτον παραμένουν.
Η Ουγγαρία θεωρείται η λιγότερο απρόσμενη περίπτωση, καθώς ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν διατηρεί στενή πολιτική σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ από το 2016. Ο Όρμπαν αντιμετωπίζεται από τις Βρυξέλλες ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας, ενώ η κυβέρνησή του βρίσκεται αντιμέτωπη με πάγωμα ευρωπαϊκών κονδυλίων λόγω ανησυχιών για το κράτος δικαίου. Παρά τις διαψεύσεις του Αμερικανού προέδρου, δημοσιεύματα αναφέρουν ότι ο Όρμπαν έχει ζητήσει οικονομική στήριξη από τις ΗΠΑ, σε μια περίοδο που η ουγγρική οικονομία δοκιμάζεται.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνει η Ουάσινγκτον και για την Ιταλία, με τον Τραμπ να εκφράζεται θετικά για την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι και το κόμμα της, «Αδέλφια της Ιταλίας». Ωστόσο, αναλυτές εκτιμούν ότι η αμερικανική κυβέρνηση υπερεκτιμά τη διάθεση της Μελόνι να συγκρουστεί με την ΕΕ. Παρά τις ιδεολογικές συγγένειες με τον Όρμπαν, η Ιταλίδα πρωθυπουργός έχει υιοθετήσει πραγματιστική στάση και δεν έχει λειτουργήσει ως μπλοκαριστικός παράγοντας στο εσωτερικό της Ένωσης.
Η Πολωνία και η Αυστρία, αν και δεν κυβερνώνται σήμερα από δεξιούς λαϊκιστές, παραμένουν πεδία έντονης επιρροής ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων. Στην Αυστρία, το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας αναδείχθηκε πρώτο στις τελευταίες εκλογές και προηγείται στις δημοσκοπήσεις, ενώ στην Πολωνία την προεδρία κέρδισε ο Καρόλ Ναβρότσκι, με τη στήριξη του συντηρητικού κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη».
Ερωτήματα προκαλεί η απουσία της Τσεχίας και της Σλοβακίας από τις σχετικές αναφορές, παρά το γεγονός ότι και στις δύο χώρες κυβερνούν ή κυριαρχούν δυνάμεις με έντονα ευρωσκεπτικιστικά χαρακτηριστικά. Επισημαίνεται ότι κόμματα χωρίς σαφή δεξιολαϊκιστική ταυτότητα δεν θεωρούνται «φυσικοί σύμμαχοι», ακόμη κι αν ακολουθούν πολιτικές χρήσιμες για τις ΗΠΑ.
Εμπειρογνώμονες των διατλαντικών σχέσεων εκτιμούν ότι ο στόχος των ΗΠΑ δεν είναι να προωθήσουν άμεσα την αποχώρηση μιας από αυτές τις τέσσερις χώρες από την Ένωση – που θα ονομαζόταν «Huxit», «Italexit», «Auxit» ή «Polexit» αντίστοιχα – αλλά μάλλον να προωθήσουν μια σταδιακή αποσύνθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μέσω διπλωματικής, πολιτικής και ίσως και οικονομικής υποστήριξης. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η άρνηση της Ουγγαρίας να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της Ένωσης για την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, καθώς και η εξαίρεση που εξασφάλισε από αμερικανικές κυρώσεις.
Πέρα από το ρήγμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα αδημοσίευτα έγγραφα από το Δόγμα Τραμπ που διέρρευσε το Defense One, δείχνουν και μια διάθεση της Ουάσινγκτον να «χτυπήσει» και τη G7.