Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ: “America First” με Κριτική σε Ευρώπη και Ρωσία
Ο Λευκός Οίκος δημοσιοποίησε το σχέδιο που καθορίζει την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, με έμφαση στην αμερικανική κυριαρχία και αμφισβήτηση διεθνών αξιών.
Η φιλοσοφία του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, για την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ αποτυπώνεται πλήρως στη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας, ένα έγγραφο 33 σελίδων που δημοσιοποιήθηκε από τον Λευκό Οίκο. Η νέα στρατηγική, που θα καθορίσει την αμερικανική εξωτερική πολιτική για το υπόλοιπο της θητείας του Τραμπ, δίνει έμφαση στο δόγμα “America First”, υπογραμμίζοντας την ενίσχυση της κυριαρχίας των ΗΠΑ παγκοσμίως, ενώ ταυτόχρονα ασκεί σφοδρή κριτική σε Ευρώπη και Ρωσία.
Η στρατηγική αμφισβητεί τις παραδοσιακές πολιτικές συμμαχιών και αξιών, στρέφεται προς την επιβολή της αμερικανικής κυριαρχίας στο Δυτικό Ημισφαίριο και υιοθετεί έναν “ευέλικτο ρεαλισμό”. Σύμφωνα με αυτήν, η Αμερική πρέπει να δρα αποκλειστικά με βάση τα συμφέροντά της, ανεξάρτητα από παραδοσιακές ιδεολογίες, διεθνείς αξίες ή διαμορφωμένες διπλωματικές σχέσεις.
Στο Δυτικό Ημισφαίριο, η στρατηγική στοχεύει στη διασφάλιση της σταθερότητας, την αποτροπή της μαζικής μετανάστευσης και την απαίτηση από τις κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, όπως η Βενεζουέλα και η Κολομβία, να περιορίσουν τις ροές ναρκωτικών. Επιπλέον, ζητά από αυτές τις χώρες να επιτρέψουν στην Ουάσινγκτον τον έλεγχο στρατηγικών τοποθεσιών και πόρων, με απώτερο σκοπό την αναγνώριση της Αμερικής ως κυρίαρχης δύναμης στην περιοχή. Διεθνή μέσα, όπως οι Financial Times, εκτιμούν ότι αυτή η προσέγγιση αποτελεί μια νέα εκδοχή της αμερικανικής επιρροής, με στόχο την αποτροπή της κινεζικής επέμβασης, αλλά εγείρει ανησυχίες για την πιθανή επανάληψη χειριστικών αμερικανικών επεμβάσεων, στρατιωτικών παρεμβάσεων και υποστήριξης αυταρχικών καθεστώτων.
Ουσιαστικά, το νέο δόγμα των ΗΠΑ αποτελεί μια επίσημη υιοθέτηση του δόγματος Μονρόε του 1823, προσαρμοσμένο στους όρους του Τραμπ. Αυτό σημαίνει την ανάδειξη της Αμερικής σε μια “μεγάλη ξανά” χώρα, εσωστρεφή αλλά ισχυρή στρατιωτικά και οικονομικά, με αυξημένη επιρροή στο Δυτικό Ημισφαίριο.
Στην Ασία, η στρατηγική αναγνωρίζει την ανάγκη διατήρησης της τάξης στην Ταϊβάν και τη νοτιοανατολική Ασία, διαβεβαιώνοντας τους συμμάχους ότι οι ΗΠΑ θα παραμείνουν ισχυρές για να αποτρέψουν τις επεκτατικές φιλοδοξίες της Κίνας. Ωστόσο, το Axios επισημαίνει ότι η στρατηγική είναι λιγότερο επικριτική προς την Κίνα, απαιτώντας από τους ασιατικούς συμμάχους να βοηθήσουν τις ΗΠΑ να περιορίσουν τις κινεζικές φιλοδοξίες, γεγονός που εγείρει ανησυχίες για κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή του Ειρηνικού.
Η Ευρώπη βρίσκεται στο επίκεντρο της στρατηγικής, με την αποδοχή μιας νέας “ευρωπαϊκής εθνικιστικής” ταυτότητας και την υποστήριξη ακροδεξιών κομμάτων, τα οποία θεωρούνται ως ο μοναδικός δρόμος για την επιβίωση της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Στην Ουκρανία, προτείνεται ταχεία κατάπαυση του πυρός και μειωμένη αίσθηση απειλής από τη Ρωσία, προκαλώντας αντιδράσεις σε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που ανησυχούν για την εξασθένηση διεθνών θεσμών. Ο Guardian αναφέρει ότι η στρατηγική έχει προκαλέσει ανησυχία στην Ευρώπη, καθώς οι ΗΠΑ εκφράζουν ανοιχτά στήριξη σε ακροδεξιά κινήματα, όπως ο Εθνικός Συναγερμός της Γαλλίας και το AfD της Γερμανίας, τονίζοντας την ανάγκη για “εορτασμούς της ατομικότητας” των ευρωπαϊκών εθνών.
Η στρατηγική προτείνει ριζική αλλαγή στην πορεία της Ευρώπης και υποβάθμιση των διεθνών της σχέσεων, εγείροντας ανησυχίες για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενότητας. Η New York Post επισημαίνει την “ευθεία κριτική του Τραμπ προς την Ευρώπη” και την ανησυχία του για την αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας και την επιρροή των μεταναστευτικών ρευμάτων. Οι ΗΠΑ εκτιμούν ότι το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών κινδυνεύει από την έλλειψη “εθνικής ταυτότητας”, κάτι που θεωρείται αντιφατικό για μια χώρα που παραδοσιακά βασίστηκε στην αποδοχή και ενσωμάτωση διαφορετικών πολιτισμικών ρευμάτων.
Η στρατηγική του Τραμπ για το 2025 χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις και ασαφή σημεία, συνδυάζοντας ακραίο ρεαλισμό με την ανάγκη διατήρησης της στρατηγικής κυριαρχίας των ΗΠΑ. Οι Financial Times επισημαίνουν ότι η στρατηγική “προέρχεται από τον 19ο αιώνα, αναβιώνοντας μια εποχή που αμφισβητούσε τα διεθνή πρότυπα της συνεργασίας και των πολυμερών συμμαχιών”.