Ο Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης: Η πνευματική πορεία ενός αγίου
Η ζωή, η δράση και η κοίμηση του θαυματουργού Γέροντα που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του.
Στις 2 Δεκεμβρίου, η Εκκλησία τιμά τη μνήμη των Αγίων Μερόπης εν Χίω, Σολομώντος αρχιεπισκόπου Εφέσου και του Οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη. Ο Όσιος Πορφύριος, κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στην Εύβοια το 1906, σε μια εποχή βαθιάς φτώχειας. Προερχόμενος από ευσεβή οικογένεια, σε ηλικία μόλις επτά ετών αναγκάστηκε να εργαστεί για να βοηθήσει τους γονείς του. Η μεγάλη του πίστη και ο πόθος του να ακολουθήσει τον βίο του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, τον οδήγησαν στα δώδεκά του χρόνια κρυφά στο Άγιον Όρος.
Εκεί, στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων, βρήκε πνευματικούς πατέρες τους μοναχούς Παντελεήμονα και Ιωαννίκιο. Έγινε μοναχός στα δεκατέσσερα, λαμβάνοντας το όνομα Νικήτας, και λίγο αργότερα, Θεού θέλοντος, του δόθηκε το χάρισμα της διορατικότητας. Μια σοβαρή ασθένεια στην ηλικία των δεκαεννέα ετών, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το Άγιον Όρος. Επέστρεψε στην Εύβοια, όπου εγκαταστάθηκε στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Το 1926, σε ηλικία είκοσι ετών, χειροτονήθηκε ιερέας και έλαβε το όνομα Πορφύριος, από τον Αρχιεπίσκοπο Σινά, Πορφύριο Γ’.
Η προσφορά του στην Εκκλησία και στους ανθρώπους υπήρξε διαρκής. Διετέλεσε πνευματικός και εξομολόγος στην Εύβοια για δώδεκα χρόνια, ενώ το 1940, παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών, όπου για τριάντα τρία χρόνια, όπως ο ίδιος ανέφερε, αφιέρωσε την ζωή του στην ανακούφιση του πόνου και της ασθένειας των ανθρώπων.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Όσιος Πορφύριος εξέφραζε την επιθυμία του να επιστρέψει στα αγαπημένα του Καυσοκαλύβια στο Άγιον Όρος για να πεθάνει. Τον Ιούνιο του 1991, προαισθανόμενος το τέλος του, και χωρίς να επιθυμεί τιμές, αναχώρησε για την καλύβη του Αγίου Γεωργίου. Στις 2 Δεκεμβρίου 1991, στις 4:31 το πρωί, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, ψέλνοντας τα αγαπημένα του λόγια από την αρχιερατική προσευχή: «ἵνα ὦσιν ἓν».