Τέλος στην αβεβαιότητα για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Νέα ρύθμιση με διπλές επιλογές
Ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας Γιώργος Κώτσηρας παρουσίασε τη νομοθετική παρέμβαση που κλείνει μια πολυετή εκκρεμότητα για χιλιάδες δανειολήπτες, προσφέροντας θεσμικά ασφαλείς και δίκαιες λύσεις.
Στο πλαίσιο της συζήτησης του νομοσχεδίου «Νέο Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης, μεταφορά ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ και λοιπές διατάξεις», ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γιώργος Κώτσηρας, παρουσίασε την πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Χαρακτήρισε τη λύση «θεσμικά ασφαλή, ισορροπημένη και κοινωνικά δίκαιη», η οποία επιλύει μια εκκρεμότητα δεκαετιών για δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες.
Ο υφυπουργός επεσήμανε ότι τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν κυρίως την περίοδο 2005-2009, όταν το επιτόκιο του ελβετικού φράγκου ήταν χαμηλότερο και δεν αναμενόταν δραματική μεταβολή στην ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου. Ωστόσο, η διεθνής κρίση οδήγησε σε επιδείνωση της ισοτιμίας, με αποτέλεσμα, ακόμη και για δανειολήπτες που κατέβαλαν επί χρόνια, το ανεξόφλητο κεφάλαιο σε ευρώ να αυξάνεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία, πριν την κρίση χορηγήθηκαν δάνεια συνολικού ύψους περίπου 14 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η Πολιτεία, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα με σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις, παρεμβαίνει με μια θεσμικά άρτια και δίκαιη ρύθμιση. Η νέα παρέμβαση, η οποία έχει στοχευμένο χαρακτήρα και συγκεκριμένα κριτήρια, επιδιώκει να διορθώσει μια αντικειμενική στρέβλωση χωρίς να δημιουργεί νέες αδικίες.
Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος του 2016, αν και ενσωμάτωσε ευρωπαϊκή οδηγία για την προστασία καταναλωτών σε συμβάσεις πίστωσης σε ξένο νόμισμα, αφορούσε μόνο τις νέες συμβάσεις, αφήνοντας εκτός τα παλαιά δάνεια που είχαν πληγεί από την ανατίμηση του ελβετικού φράγκου.
Σήμερα, η κυβέρνηση καλύπτει αυτό το κενό, αξιοποιώντας τις παρούσες θεσμικές και οικονομικές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη λύση. Μετά την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, τη λειτουργία του εξωδικαστικού μηχανισμού και τη σταθεροποίηση της οικονομίας, είναι εφικτή η αντιμετώπιση του ζητήματος χωρίς νέους κινδύνους.
Η ρύθμιση αφορά τόσο τα μη εξυπηρετούμενα όσο και τα εξυπηρετούμενα ή ρυθμισμένα δάνεια, προσφέροντας στους οφειλέτες δύο ξεκάθαρες επιλογές. Για τα μη εξυπηρετούμενα, προβλέπεται η ένταξη στον εξωδικαστικό μηχανισμό, με τη λύση που προκύπτει από τον αλγόριθμο να είναι υποχρεωτική για τους πιστωτές.
Για τα εξυπηρετούμενα ή ρυθμισμένα δάνεια, η ρύθμιση επιτρέπει την οριστική μετατροπή του δανείου σε ευρώ, με βελτιωμένη ισοτιμία που οδηγεί σε μείωση του κεφαλαίου από 15% έως 50%, βάσει κοινωνικοοικονομικών κριτηρίων. Παράλληλα, προβλέπεται σταθερό και χαμηλό επιτόκιο (2,30% – 2,90%) για όλη τη διάρκεια του δανείου, καθώς και δυνατότητα επιμήκυνσης έως πέντε έτη, καθιστώντας τη μηνιαία δόση βιώσιμη.
Η μετατροπή σε ευρώ εξαλείφει τον συναλλαγματικό κίνδυνο, προσφέρει σταθερή και προβλέψιμη δόση, επιτυγχάνει ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους και γίνεται χωρίς κόστος για τον φορολογούμενο. Η ρύθμιση δεν επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό και διασφαλίζει την κεφαλαιακή ουδετερότητα των τιτλοποιήσεων, προστατεύοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η παρέμβαση αυτή, που στηρίζεται σε σαφές νομικό πλαίσιο, αποσκοπεί στη μείωση του κινδύνου νέων δικαστικών αμφισβητήσεων. Καλύπτει το σύνολο των υφιστάμενων δανείων, ανεξαρτήτως αν βρίσκονται σε τράπεζες ή εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων, αποτρέποντας τη δημιουργία πολιτών δύο ταχυτήτων.
Η ρύθμιση χαρακτηρίζεται ως δίκαιη και όχι χαριστική, κλείνοντας έναν κύκλο αβεβαιότητας, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη και αποδεικνύοντας την ικανότητα της Πολιτείας να παρεμβαίνει με κανόνες, μέτρο και κοινωνική δικαιοσύνη. Η πρωτοβουλία αυτή, που αντιμετωπίζει ένα χρονίζον πρόβλημα, αναμένεται να τύχει της υποστήριξης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης.