Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμό 2,0% το γ’ τρίμηνο 2025
Η Eurobank αναλύει τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ανοδική πορεία του ΑΕΠ, την υπεραπόδοση έναντι της Ευρώπης και τις προκλήσεις για τη βιωσιμότητα
Η ελληνική οικονομία διατήρησε την ανοδική της πορεία το τρίτο τρίμηνο του 2025, καταγράφοντας ρυθμό μεγέθυνσης 0,6% σε τριμηνιαία βάση και 2,0% σε ετήσια βάση. Τα στοιχεία, όπως παρουσιάζονται στο δελτίο «7 Ημέρες Οικονομία» της Eurobank, βασίζονται στα εθνικά λογιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Η εν λόγω επίδοση αποτελεί συνέχεια της θετικής τάσης που σημειώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2025, όπου ο ρυθμός ήταν 0,4% τριμηνιαία και 1,6% ετήσια.
Η διατήρηση σταθερών ρυθμών ανάπτυξης κρίνεται ζωτικής σημασίας για την σταδιακή ανάκτηση των απωλειών που υπέστη η ελληνική οικονομία κατά την πολυετή περίοδο της κρίσης χρέους. Τότε, το πραγματικό ΑΕΠ είχε υποστεί απώλεια 27,0% στο χαμηλότερο σημείο του, το 2013. Παράλληλα, η ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι σε πιθανές μελλοντικές διεθνείς κρίσεις, μέσω της βελτίωσης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και της αύξησης της εθνικής αποταμίευσης, αποτελεί έναν επιπλέον κρίσιμο στόχο. Η προσπάθεια, επομένως, είναι διττή: η διατήρηση της ανάπτυξης και η ενίσχυση της βιωσιμότητας του οικονομικού μοντέλου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρότι το πραγματικό ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2025 βρισκόταν 14,8% χαμηλότερα από την κορυφή του δεύτερου τριμήνου του 2007, το αντίστοιχο μέγεθος σε τρέχουσες τιμές, επηρεασμένο και από τις πληθωριστικές πιέσεις, ξεπέρασε την κορυφή του τρίτου τριμήνου του 2008 κατά 3,5%. Το πραγματικό ΑΕΠ, παρά τις ατέλειές του, παραμένει το κύριο μέτρο ευημερίας μιας οικονομίας.
Η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο του 2025 οφείλεται κυρίως στις επενδύσεις παγίων, στις καθαρές εξαγωγές αγαθών και στην ιδιωτική κατανάλωση, από πλευράς δαπανών. Από πλευράς παραγωγής, οι τομείς που συνέβαλαν περισσότερο είναι οι κατασκευές, οι δημόσιες υπηρεσίες, η βιομηχανία και οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες. Συνολικά για το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2025, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 2,0% ετησίως, ρυθμός οριακά χαμηλότερος από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2,1%), του ΟΟΣΑ (2,1%) και του Πολυετούς Δημοσιονομικού Προγραμματισμού 2026-2029 (2,2%) για το 2025.
Η Ελλάδα συνέχισε να υπεραποδίδει σε σχέση με την ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη, αν και με ηπιότερο ρυθμό από προηγούμενα τρίμηνα. Στο εννεάμηνο, η Ελλάδα κατέγραψε τον 10ο υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 και τον 7ο υψηλότερο στην Ευρωζώνη. Στην κορυφή βρέθηκε η Κύπρος με 3,5% ανάπτυξη, ακολουθούμενη από Πολωνία, Βουλγαρία, Μάλτα, Κροατία, Ισπανία, Δανία, Λιθουανία, Τσεχία, πριν την Ελλάδα. Για να γεφυρωθεί η ψαλίδα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας πρέπει να διατηρηθεί για πολλά χρόνια. Το 2008, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ήταν 93% της ΕΕ-27, ενώ το 2024 υποχώρησε στο 70%.
Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία επιδεικνύει ισχυρότερη ανάπτυξη από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, αν και με επιβράδυνση. Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει ο βασικός πυλώνας, γεγονός που περιορίζει την αύξηση της αποταμίευσης και, κατά συνέπεια, τη διαθεσιμότητα πόρων για επενδύσεις. Ωστόσο, οι επενδύσεις, που ωφελούνται από την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), συνεισφέρουν θετικά. Παρόλο που αυτό επιτρέπει έναν ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 2% για το έτος, υπογραμμίζει την ανάγκη βελτιστοποίησης της χρήσης των πόρων για την ενίσχυση του σχηματισμού κεφαλαίου και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Τέλος, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση υγιών ρυθμών ανάπτυξης και μετά τη λήξη του ΤΑΑ.