Το ράλι στην αγορά ακινήτων ξεπερνά τα 3 δισ. ευρώ – Η κατοικία στον πυρήνα
Σημαντικές μετατοπίσεις στις τιμές και στο προφίλ των αγοραστών, με μικρά διαμερίσματα, πολυτελή ακίνητα και θέσεις στάθμευσης να ξεχωρίζουν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Μητρώου Αξιών Μεταβιβάσεων Ακινήτων, η ελληνική κτηματαγορά καταγράφει ένα ισχυρό ράλι, με τις φετινές αγοραπωλησίες να ξεπερνούν ήδη τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Συνολικά, έχουν καταγραφεί 28.600 μεταβιβάσεις ακινήτων σε όλη τη χώρα, με το συνολικό τίμημα να υπερβαίνει τα 3,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Η κατοικία, και ειδικότερα το διαμέρισμα, παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής αγοράς, καθώς 16.325 από αυτές τις συναλλαγές αφορούν διαμερίσματα συνολικής αξίας περίπου 1,6 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η αγορά ακινήτων παρουσιάζει ένα πολυδιάστατο προφίλ, όπου από τη μία πλευρά συναντώνται συμβόλαια αξίας 20.000 ή 30.000 ευρώ, ενώ από την άλλη, πράξεις που φτάνουν τα 5, τα 8 ή ακόμη και τα 10 εκατομμύρια ευρώ. Αυτό το ευρύ φάσμα αντανακλά μια αγορά που κινείται με διαφορετικές ταχύτητες: το «κάτω ράφι» ωθείται από το Στεγαστικό πρόγραμμα, ενώ το «πάνω ράφι» ενισχύεται από ισχυρό αγοραστικό ενδιαφέρον και την εισροή ξένων κεφαλαίων. Τα δεδομένα του Μητρώου αποκαλύπτουν όχι μόνο μια απλή αύξηση στις συναλλαγές, αλλά και σημαντικές μετατοπίσεις τόσο στις τιμές όσο και στο προφίλ των αγοραστών.
Τα μικρά διαμερίσματα εξακολουθούν να αποτελούν την πρώτη επιλογή για τα ελληνικά νοικοκυριά, ειδικά όσα αναζητούν μια οικονομική λύση ή επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν προγράμματα όπως το «Σπίτι μου». Ωστόσο, στα πολυτελή προάστια της Αθήνας, όπως η Βουλιαγμένη και η Γλυφάδα, οι τιμές έχουν εκτοξευθεί, με διαμερίσματα να ξεπερνούν τα 2 εκατομμύρια ευρώ, συχνά σε παλαιότερα κτίρια που έχουν ανακαινιστεί πλήρως. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και το κέντρο της Αθήνας, όπου η επιστροφή ξένων αγοραστών έχει αναζωογονήσει διατηρητέα και ιστορικά κτίρια, με τιμές που κινούνται πάνω από το ένα εκατομμύριο ευρώ.
Οι νέες, αναβαθμισμένες τιμές ζώνης παίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτές τις μετατοπίσεις. Στη Βουλιαγμένη, για παράδειγμα, τιμές ζώνης άνω των 10.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο δημιουργούν νέα δεδομένα στην αγορά, ακόμη και για παλαιότερα κτίρια. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται στο Παλαιό Φάληρο, στο Ελληνικό και σε περιοχές της Κηφισιάς, ενώ στο κέντρο της Αθήνας, ειδικά σε περιοχές με ιστορικό χαρακτήρα όπως το Κολωνάκι, η Πλάκα και τα Αναφιώτικα, οι συναλλαγές άνω του 1 εκατομμυρίου ευρώ έχουν γίνει συνήθεια.
Στην αγορά μονοκατοικιών, ενώ στην επαρχία οι πράξεις αφορούν κυρίως παλαιότερα ακίνητα χαμηλής αξίας, στα προάστια της Αθήνας και στα νησιά, η ζήτηση για πολυτελή κατοικία όχι μόνο διατηρείται, αλλά και ενισχύεται. Εντυπωσιακές είναι οι συναλλαγές όπως μια μονοκατοικία στη Φιλοθέη σχεδόν 900 τ.μ. έναντι 9,7 εκατ. ευρώ, ή ένα ημιτελές ακίνητο στην Τζια 635 τ.μ. που πωλήθηκε για 10 εκατ. ευρώ.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι η άνοδος της αγοράς θέσεων στάθμευσης, που πλέον αποτελούν ξεχωριστή επενδυτική κατηγορία. Στη Λευκάδα, χώρος στάθμευσης 52,7 τ.μ. πωλήθηκε για 495.000 ευρώ, ενώ στην Αθήνα, σε περιοχές όπως το Χαλάνδρι, ο Ζωγράφου, ο Γέρακας και το κέντρο, οι τιμές κυμαίνονται από 170.000 έως 380.000 ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει την αυξανόμενη αξία του αποκλειστικού χώρου στάθμευσης σε πυκνοδομημένες περιοχές.
Η Μύκονος παραμένει μια ειδική περίπτωση, όπου θέσεις στάθμευσης πωλούνται για ποσά που αγγίζουν ή ξεπερνούν τις 100.000 ευρώ, ενώ μονοκατοικίες, παρόλο που στα χαρτιά κοστολογούνται χαμηλότερα λόγω της τιμής ζώνης, η πραγματική τους εμπορική αξία είναι πολλαπλάσια. Η αγορά στη Μύκονο καθορίζεται από την προσφορά, την ιδιωτικότητα και την προσβασιμότητα, δημιουργώντας τιμές που δεν συναντώνται αλλού.
Τέλος, το Μητρώο καταγράφει και διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η αύξηση των μεταβιβάσεων ποσοστών ακινήτων (1/2, 1/4, 1/8), ως αποτέλεσμα του αφορολόγητου των 800.000 ευρώ για γονικές παροχές και δωρεές. Οι οικογένειες αξιοποιούν αυτό το ευνοϊκό πλαίσιο για να προστατεύσουν και να οργανώσουν τις περιουσίες τους, ιδιαίτερα σε πυκνοδομημένες περιοχές του κέντρου και των προαστίων.