Ο ελληνικός πλούτος ανακάμπτει: Τα νοικοκυριά ξεπέρασαν το 1 τρισ. ευρώ
Αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων από το 2022, με το χρηματοοικονομικό πλούτο να κερδίζει έδαφος.
Η αξία του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών παρουσιάζει σημαντική άνοδο από το 2022, καθώς τα περιουσιακά στοιχεία έχουν ανακτήσει μεγάλο μέρος των απωλειών της προηγούμενης δεκαετίας. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ο ακαθάριστος πλούτος των νοικοκυριών υπερέβη το 1 τρισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2025, φτάνοντας τα υψηλότερα επίπεδα από το 2011.
Το δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank αποδίδει αυτή την αύξηση στην τριετία στην ενίσχυση τόσο του χρηματοοικονομικού όσο και του μη χρηματοοικονομικού πλούτου. Ενώ ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος διατηρεί σταθερά υψηλή αναλογία, είναι σημαντικό να εξεταστεί η σύνθεση του συνολικού πλούτου ανά περιουσιακό στοιχείο.
Η ανάλυση της ΕΚΤ, η οποία ταξινομεί τα νοικοκυριά σε δεκατημόρια βάσει καθαρού πλούτου, καταδεικνύει ομοιότητες αλλά και διαφορές στην κατανομή της ιδιοκτησίας περιουσιακών στοιχείων μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης. Ο χρηματοοικονομικός πλούτος περιλαμβάνει καταθέσεις, ομόλογα, μετοχές, επιχειρηματικό πλούτο, επενδυτικά κεφάλαια και ασφαλιστικά προϊόντα, ενώ ο μη χρηματοοικονομικός περιλαμβάνει ακίνητα και μη χρηματοοικονομικό επιχειρηματικό πλούτο.
Από το πρώτο τρίμηνο του 2018, όπου ο ακαθάριστος πλούτος προσέγγιζε τα 800 δισ. ευρώ (73% μη χρηματοοικονομικός), επτά χρόνια μετά, ο συνολικός ακαθάριστος πλούτος αυξήθηκε κατά άνω των 200 δισ. ευρώ. Η αναλογία μη χρηματοοικονομικού προς χρηματοοικονομικό πλούτο μεταβλήθηκε ελαφρώς υπέρ του δεύτερου (67% έναντι 33%). Η αύξηση της αξίας του χρηματοοικονομικού πλούτου υπήρξε σημαντικά μεγαλύτερη, αντανακλώντας την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ο χρηματοοικονομικός επιχειρηματικός πλούτος κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση μεριδίου, ακολουθούμενος από επενδυτικά κεφάλαια, ομόλογα και μετοχές.
Συγκριτικά με την Ευρωζώνη, στην Ελλάδα, ο ακαθάριστος πλούτος για το 90% των νοικοκυριών προέρχεται κυρίως από ακίνητα, λόγω του υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης, και δευτερευόντως από καταθέσεις και χρηματοοικονομικό επιχειρηματικό πλούτο. Το πλουσιότερο 10% στην Ελλάδα εμφανίζει μεγαλύτερη διαφοροποίηση στα περιουσιακά του στοιχεία, με την αναλογία μη χρηματοοικονομικού προς χρηματοοικονομικό πλούτο να περιορίζεται (55% έναντι 45%).
Στην Ευρωζώνη, τα ακίνητα παραμένουν η κυριότερη πηγή πλούτου, με ελαφρώς χαμηλότερο μερίδιο για το 90% των νοικοκυριών σε σύγκριση με την Ελλάδα. Αντίθετα, ο χρηματοοικονομικός επιχειρηματικός πλούτος είναι περιορισμένος, εκτός του πλουσιότερου 10%. Σημαντική διαφορά παρατηρείται στα ποσοστά των λοιπών κατηγοριών χρηματοοικονομικού πλούτου, με τα ασφαλιστικά προϊόντα ζωής να κατέχουν αξιόλογο ποσοστό στην Ευρωζώνη.
Αυτό αναδεικνύει τη σημασία της ενίσχυσης του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού στην Ελλάδα, ο οποίος, από την παιδική ηλικία, μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της αποταμίευσης, τη βελτιστοποίηση των επενδυτικών αποφάσεων και τη διαχείριση κινδύνων.