Η παραγωγή κρασιού στην Ελλάδα ανακάμπτει οριακά, αλλά η πενταετής πτώση παραμένει ανησυχητική
Τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως, οι κλιματικές προκλήσεις και οι δομικές αδυναμίες πλήττουν τον κλάδο του αμπελοοινικού τομέα, με τη Σαντορίνη να αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η παραγωγή κρασιού στην Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει οριακή ανάκαμψη το 2025, φτάνοντας τα 1,5 εκατομμύρια εκατόλιτρα, ποσότητα αυξημένη κατά 9% σε σχέση με το 2024. Ωστόσο, η παραγωγή παραμένει 20% χαμηλότερα από τον μέσο όρο της πενταετίας, σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου (OIV). Η κατάσταση αυτή αποδίδεται στην παρατεταμένη ξηρασία, αλλά και σε δομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος.
Το φαινόμενο της μειωμένης παραγωγής κρασιού λόγω ξηρασίας και μακροχρόνιων πτώσεων δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Ο OIV εκτιμά ότι η παγκόσμια παραγωγή κρασιού για φέτος θα κυμανθεί μεταξύ 228 και 235 εκατομμυρίων εκατόλιτρων. Αυτό σηματοδοτεί αύξηση 3% σε σχέση με το ιστορικά χαμηλό του 2024, αλλά παραμένει περίπου 7% χαμηλότερη από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Η περιορισμένη ανάκαμψη οφείλεται σε μέτριες αυξήσεις στην παραγωγή τόσο του Βορείου όσο και του Νοτίου Ημισφαιρίου, οι οποίες, αν και ενισχύθηκαν ελαφρώς, παρέμειναν κάτω από τα συνηθισμένα επίπεδα.
Στην Ελλάδα, η πενταετής διολίσθηση στις παραγόμενες ποσότητες κρασιού είναι σαφής, με μία μόνο προσωρινή ανάκαμψη το 2021. Μετά από παραγωγή 2,2 εκατ. εκατόλιτρων το 2020 και 2,4 εκατ. το 2021, ακολούθησε πτώση σε 2,1 εκατ. το 2022. Το 2023 και το 2024 η χώρα παρήγαγε 1,4 εκατ. εκατόλιτρα, ενώ για το 2025 αναμένεται να φτάσει τα 1,5 εκατ. εκατόλιτρα. Ο μέσος όρος της πενταετίας για την Ελλάδα ανέρχεται σε 1,9 εκατ. εκατόλιτρα. Οι εκτιμήσεις του OIV για το 2025, οι οποίες προβλέπουν παραγωγή 1.516.639 εκατόλιτρων (hl) από 1.430.666 hl το 2024, συμφωνούν με τα στοιχεία που απέστειλε το τμήμα Αμπέλου Οίνου και Αλκοολούχων Ποτών στην Κομισιόν, επεξεργασμένα από την ΚΕΟΣΟΕ.
Η εξέλιξη της ελληνικής οινοπαραγωγής από το 1990 μέχρι σήμερα καταγράφει διαχρονική μείωση, η οποία δεν οφείλεται αποκλειστικά στην κλιματική κρίση, αλλά και στην εγκατάλειψη εκτάσεων αμπελοκαλλιέργειας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Σαντορίνη, ένα νησί με παραδοσιακά ισχυρή οινοπαραγωγή. Ο φετινός τρύγος εκεί θεωρείται ο χειρότερος που έχει καταγραφεί, με τη συνολική συγκομιδή να φτάνει μετά βίας τους 500 τόνους καρπού. Ο Πρόεδρος του Οινοποιητικού Συλλόγου Σαντορίνης, Πέτρος Βαμβακούσης, τόνισε ότι οι τουριστικές πιέσεις στο νησί οδηγούν σε δόμηση, κυκλοφοριακή συμφόρηση στα αμπελοτόπια και επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος, θέτοντας σε κίνδυνο τον αμπελώνα. Υπογράμμισε την έλλειψη προστασίας από την πλευρά της Πολιτείας, καθώς οι προτεινόμενες Ομάδες Προστασίας Ζώνης παραμένουν στα χαρτιά, ενώ το Προεδρικό Διάταγμα του 2012, που προστατεύει τη γη υψηλής παραγωγικότητας, παρουσιάζει αδυναμίες. Σύμφωνα με τον κ. Βαμβακούση, από τη δεκαετία του ’70 έχουν χαθεί 15.000 στρέμματα αμπελώνων στη Σαντορίνη, με τα σημερινά να ανέρχονται μόλις στις 10.000. Προβλέπει ότι στα τέλη της δεκαετίας, η Σαντορίνη ενδέχεται να διαθέτει μόνο 5.000-6.000 στρέμματα, με εστίαση στην ποιότητα και παραγωγή άνω των 500 κιλών ανά στρέμμα.
Ο Ματθαίος Δημόπουλος, γενικός διευθυντής της Ένωσης Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων «Santo Wines», αναφέρθηκε στην επίδραση της κλιματικής αλλαγής, επισημαίνοντας ότι η τριετής ανομβρία οδήγησε σε μείωση 80% της παραγωγής, καθιστώντας τη φετινή χρονιά τη χειρότερη μετά από 30 χρόνια.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η παραγωγή κρασιού το 2025 εκτιμάται στα 140 εκατομμύρια εκατόλιτρα, με αύξηση 2% σε σχέση με το 2024, αλλά 8% χαμηλότερα από τον μέσο όρο της πενταετίας. Εάν επιβεβαιωθεί, το 2025 θα είναι η δεύτερη χαμηλότερη χρονιά παραγωγής του 21ου αιώνα. Η ΕΕ, που καλύπτει το 60% της παγκόσμιας παραγωγής, αντιμετώπισε έντονη κλιματική μεταβλητότητα, με ξηρασίες, καύσωνες, αλλά και υπερβολικές βροχοπτώσεις, που επηρέασαν τις αποδόσεις.
Η Ιταλία επιβεβαιώνεται ως ο μεγαλύτερος παραγωγός κρασιού παγκοσμίως, με 47,4 εκατ. εκατόλιτρα, αυξημένα κατά 8% σε σχέση με το 2024. Αντίθετα, η Γαλλία εκτιμάται ότι θα παραγάγει 5,9 εκατ. εκατόλιτρα, καταγράφοντας δεύτερη συνεχή χρονιά ιστορικά χαμηλής παραγωγής, περίπου 16% κάτω από τον πενταετή μέσο όρο. Οι συνθήκες καύσωνα και ξηρασίας, σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση αμπελώνων, επηρέασαν σοβαρά τη γαλλική παραγωγή. Εάν τα στοιχεία του OIV επιβεβαιωθούν, το 2025 θα είναι η χαμηλότερη παραγωγή της Γαλλίας από το 1957.