Κυβερνητικά Αναταραχές και Οικονομικές Προκλήσεις: Η Πρώτη Δοκιμασία της Νέας Διακυβέρνησης
Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες δημιουργούν την πρώτη εσωκομματική κρίση, ενώ η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει την οικονομική σταθεροποίηση και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Οι πρώτες αψιμαχίες εντός του κυβερνητικού σχήματος, προτού καν ξημερώσει η μέρα, από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, προκάλεσαν την πρώτη μικρή κρίση, ενισχύοντας τις επιφυλάξεις όσων εξέφρασαν ανησυχίες για τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Η αίσθηση που διατρέχει την οικονομική κοινότητα είναι ότι ενδέχεται να βρεθούμε αντιμέτωποι με επαναλαμβανόμενες καταστάσεις.
Ωστόσο, τέτοιες “πολυτέλειες” δεν υπάρχουν πλέον. Αυτήν την πραγματικότητα γνωρίζουν πολύ καλά τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Αν επιθυμούν να πετύχουν πολιτικά, είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν παράλληλα σε δύο βασικούς άξονες: αφενός, την εδραίωση της οικονομικής σταθερότητας και, αφετέρου, την ουσιαστική διάχυση των ωφελειών σε ολόκληρη την κοινωνία.
Η κοινωνία, με την ψήφο της την προηγούμενη Κυριακή, έστειλε σαφή μηνύματα. Πρώτον, επιβεβαίωσε την υποστήριξή της στο ευρώ, ψηφίζοντας υπέρ του Αλέξη Τσίπρα και της συμφωνίας. Δεύτερον, κατέστησε σαφές ότι δεν την ενδιαφέρει η ονομαστική πορεία των οικονομικών μεγεθών. Δεν αρκείται πλέον στην ακρόαση αναφορών για την ανάπτυξη, ακόμη και αν αυτή καταγράφεται στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, χωρίς να βλέπει απτά αποτελέσματα. Η κοινωνία επιζητά ασφάλεια, έξοδο από την αβεβαιότητα και τον εφιάλτη, καθώς και απτά οφέλη.
Οι στόχοι αυτοί δεν απέχουν από τις θεμελιώδεις αρχές της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας. Η έξοδος από τον φαύλο κύκλο εντός του ευρώ, εμπεδώνοντας βεβαιότητα και προσδοκία για θετικές εξελίξεις, είναι το ζητούμενο. Πρωτίστως, αυτό απαιτεί ρευστότητα, δηλαδή την επάνοδο του τραπεζικού συστήματος σε μία κατάσταση όπου οι τράπεζες δεν θα λειτουργούν ως “ζόμπι”, όπως συμβαίνει σήμερα. Τα ημίμετρα που εφαρμόζονταν έως τώρα, είναι προφανές ότι δεν επαρκούν.
Ιδιαίτερη μνεία χρήζουν τα “κόκκινα δάνεια”, η επίλυση των οποίων έχει δεσμευτεί προεκλογικά ο πρωθυπουργός.
Όπως οι τράπεζες θα λάβουν νέα στήριξη, υπό την προϋπόθεση εφαρμογής ενός αυστηρού προγράμματος που θα επιβαρύνει την κοινωνία, έτσι και οι ίδιες οφείλουν να προσαρμόσουν τις απαιτήσεις τους σε ρεαλιστικές ρυθμίσεις για τους καλοπροαίρετους δανειολήπτες, οι οποίοι υπήρξαν θύματα της πενταετούς δοκιμασίας. Ελεγκτικές εταιρείες και νομικά γραφεία, που επιδεικνύουν δυσανάλογη επιθετικότητα, σαν να μην έχουν διδαχθεί από τα capital controls, απαιτώντας άμεσα πληρωμές από όσους καθυστερούν ή αδυνατούν να ανταποκριθούν, χρήζουν ελέγχου.
Από την άλλη πλευρά, είναι απαραίτητη η προστασία των ίδιων των τραπεζών από “πονηρούς” επιχειρηματίες που αποκρύπτουν τον πλούτο τους και αθετούν τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Ένα μέρος αυτών των “κόκκινων δανείων” θα πρέπει να διαγραφεί από τις διοικήσεις των τραπεζών, οι οποίες έχουν αποδείξει την ικανότητά τους στη διαχείριση κρίσεων, και να πωληθεί σε επενδυτικά σχήματα που θα εισάγουν νέα κεφάλαια στην Ελλάδα, αξιοποιώντας τις υφιστάμενες ευκαιρίες. Ένα τμήμα της επιχειρηματικής τάξης, που στήριξε την πορεία του στην κρατική στήριξη και την εσωτερική χρηματοδότηση, αποτελεί σήμερα τροχοπέδη για την εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Είναι ευδιάκριτο ποιοι προοδεύουν και ποιοι έχουν εκμεταλλευτεί την κατάσταση εις βάρος τραπεζών και φορολογικών αρχών, ακόμη και κατά τη διάρκεια του περασμένου καλοκαιριού. Ωστόσο, αυτές είναι λεπτομέρειες στη διαχείριση, και γι’ αυτό αναμένονται από ένα αποτελεσματικό υπουργείο Οικονομικών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να βαφτίζουμε τα πάντα ως κρατικοδίαιτα ιδιωτικά συμφέροντα. Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην ενέργεια, όπου αρνούμενοι το ευρωπαϊκό πλαίσιο, αναστέλλουμε επενδύσεις που θα δώσουν ώθηση στην οικονομία, είναι χαρακτηριστικό. Η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην ανασυγκρότηση μιας ισχυρής ΔΕΗ, ικανής να προασπίσει τα κοινωνικά τιμολόγια και να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο στον ανταγωνισμό, ενώ παράλληλα οι ιδιώτες θα συμβάλλουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για τη βιομηχανία προβλέπει αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ από 9% σε 15% εντός της επόμενης επταετίας. Πρόκειται για έναν στόχο που κανείς δεν αμφισβητεί. Για την επίτευξή του, όμως, απαιτείται σημαντική προσπάθεια.

