Βόλος: Φούρναρης αφήνει στην πόρτα ότι δεν πούλησε για τα παίρνουν όσοι έχουν ανάγκη
Λίγο μετά τις 10 το βράδυ ένας φούρναρης από το Βόλο, αφήνει έξω από το κατάστημά του μια σακούλα με ψωμιά, κουλούρια, τυρόπιτες και σάντουιτς για όσους το έχουν ανάγκη.
Μέσα από αυτή την κίνηση, καταλαβαίνουμε ότι η ανθρωπιά δεν έχει χαθεί από τον κόσμο μας, ακόμα και αυτή την δύσκολη περίοδο που διανύουμε.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δημοσίευμα του «Ταχυδρόμος», οι ιδιοκτήτες ενός φούρνου στον Βόλο κάθε βράδυ, αφήνουν στην πόρτα του καταστήματος τους μία σακούλα γεμάτη με τα προϊόντα που δεν έχουν πουλήσει. Ψωμιά, κουλούρια, τυρόπιτες, σάντουιτς είναι εκεί για όσους έχουν ανάγκη, λίγο μετά τις 22:00.
Όπως εξήγησε ένας εκ των δύο ιδιοκτητών του φούρνου Farine, ο Χρήστος Κίτσιος η ιδέα τους ήρθε το 2015: «Απέναντι από το μαγαζί βρίσκονται κάδοι σκουπιδιών όπου εμείς και το γειτονικό μανάβικο πετούσαμε τα περισσεύματα. Εβλεπα πολύ κόσμο να ψάχνει στους κάδους τα βράδια για το ψωμί και τα φρούτα που πετούσαμε. Και τότε σκεφτήκαμε πως αφού καθημερινά πετάμε τόσα πράγματα, γιατί να μην τα βάζουμε σε καθαρές σακούλες και να τα αφήνουμε έξω από το μαγαζί, ώστε να μην ψάχνει ο κόσμος που έχει ανάγκη στα σκουπίδια;».
Κι έτσι ξεκίνησαν να κρεμιούνται έξω από την πόρτα του φούρνου, μετά το κλείσιμο, οι πρώτες σακούλες με τρόφιμα κι ένα χαρτάκι που έγραφε «Καθαρό φαγητό».
Οπως τονίσει, αυτό που κάνει την κίνηση αυτή ακόμη πιο σημαντική, είναι το γεγονός πως οι άνθρωποι που παίρνουν τα τρόφιμα δεν χρειάζεται να έρθουν σε επαφή με κανέναν, καθώς το κατάστημα είναι κλειστό. Δεν χρειάζεται να δώσουν εξηγήσεις για την ανέχειά τους ή να ντραπούν για αυτή.
«Είναι άνθρωποι που ντρέπονται πολύ», αναφέρει ο Χρήστος. Ο ίδιος, συμπλήρωσε πως: «Εχει τύχει πολλές φορές να παραμείνω για λίγο έξω από το μαγαζί αφού έχουμε κλείσει μιλώντας με κάποιον και τους έχω δει να περιμένουν διακριτικά λίγο πιο μακριά μέχρι να απομακρυνθούμε. Έχει τύχει να δω να παίρνει φαγητό από τη σακούλα ακόμη και άνθρωπος που τον γνώριζα και θεωρούσα πως δεν έχει ανάγκη. Κι όμως, ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε τελικά, τί μπορεί να περνάει ο καθένας στο σπίτι του».