Ενημέρωση με ένα κλικ

Οικονομία: Τρία βήματα μακριά… από την επιστροφή στην κανονικότητα

Τρία ανοιχτά μέτωπα θα πρέπει να κλείσει τους επόμενους μήνες το οικονομικό επιτελείο αν θέλει τη μετα-Covid εποχή να ανακτήσει την κυριότητα της οικονομικής πολιτικής και να ολοκληρώσει το πρόγραμμα της μείωσης φόρων και εισφορών που αυξήθηκαν υπέρμετρα την εποχή των Μνημονίων.

Προς το παρόν, σύμφωνα με τον “Ελεύθερο Τύπο”, λόγω της συνέχισης της δημοσιονομικής ευελιξίας και για τον επόμενο χρόνο, τόσο η Ελλάδα όσο και τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ε.Ε. δεν μπορούν να προωθήσουν την υλοποίηση μόνιμων μέτρων με δημοσιονομικό κόστος πάνω από 0,1% του ΑΕΠ. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2022 θα έχουμε μειώσεις φόρων και εισφορών ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 1,6 δισ. ευρώ είναι έκτακτα μέτρα και 180 εκατ. μόνιμα, με συμφωνία των θεσμών, ενώ η μείωση του ΕΝΦΙΑ θα έχει μεν ελάφρυνση 200 εκατ. στον κύριο και συμπληρωματικό φόρο, αλλά θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερη.

Η επαναφορά στην «κανονικότητα» από το 2023 περνάει για την Ελλάδα από τρεις μεγάλους σταθμούς: τον εκσυγχρονισμό του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τον ορισμό «λογικών» δημοσιονομικών στόχων και -το πιο σημαντικό- την επαναφορά της οικονομίας σε τροχιά υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Μεγάλη ευθύνη

Είναι σαφές ότι η επίτευξη και η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης για πολλά χρόνια είναι ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων. Οι προδιαγραφές υπάρχουν, αφού η χώρα έχει εξασφαλίσει εδώ και ένα χρόνο κοινοτικά κονδύλια 70,7 δισ. ευρώ (30,5 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης, 27 δισ. από το ΕΣΠΑ 2021- 2027 και 20 δισ. ευρώ από αγροτικές επιδοτήσεις μέχρι και το 2030). Συνεπώς, η ευθύνη της ανάκαμψης δεν βαρύνει μόνο την σημερινή αλλά και τις επόμενες κυβερνήσεις.

Προς το παρόν οι προσδοκίες των αγορών είναι ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να έχει μέσο ρυθμό ανάπτυξης 3,5% για μια δεκαετία όπως προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος με τη σωστή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 2021-2027. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δανείζουν την Ελλάδα που δεν έχει ανακτήσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα με επιτόκια χαμηλότερα από αυτά της Ιταλίας, που είναι μέλος των πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου (G7).

Ως γνωστόν, το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει μέσα από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής για ανάπτυξη 3,6%, 6,2%, 4,1%, 4,4% και 3,3% αντίστοιχα για το 2021, το 2022, το 2023, το 2024 και το 2025. Μάλιστα, για φέτος η πρόβλεψη για ανάπτυξη 3,6% αναμένεται να αναθεωρηθεί προς τα πάνω λόγω της ταχύτερης ανάκαμψης της κατανάλωσης της οικοδομικής δραστηριότητας της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών για το δεύτερο τρίμηνο του χρόνου και της ανάκαμψης του τουρισμού τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει για φέτος ανάπτυξη 4,3%, το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ με στοιχεία που ελήφθησαν την περασμένη άνοιξη προβλέπουν ανάπτυξη 3,8%, η Τράπεζα της Ελλάδος 4,2%, το ΙΟΒΕ 5%, το ΚΕΠΕ 4,7% και η Εθνική Τράπεζα 5,7%. Η επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης μεγαλύτερου από 3,6% για φέτος θα δώσει καλύτερη βάση και για το 2022 που είναι ο χρόνος στο οποίο θα έχουμε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της πενταετίας.

Το στοίχημα για τις ελληνικές αρχές είναι να ξεπεράσουν το κακό ιστορικό της Ελλάδας στην αξιοποίηση κοινοτικών πόρων και να αξιοποιήσουν έγκαιρα και σωστά τα κονδύλια που έχουν δεσμευτεί για τη χώρα την επόμενη 10ετία. Επίσης, μεγάλο στοίχημα θα είναι να μην επηρεαστεί καθόλου η όλη διαδικασία από τον εκλογικό κύκλο, ο οποίος αναμένεται να ανοίξει το αργότερο μέχρι και το τέλος του 2022.

 Διαπραγμάτευση

Η υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι «προαπαιτούμενο» για τη δύσκολη διαπραγμάτευση που θα πρέπει να κάνει το οικονομικό επιτελείο τον επόμενο χρόνο για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας από το 2023 και μετά.

Κοινοτικοί αξιωματούχοι έχουν παραδεχθεί ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ στα οποία είχε υποχρεωθεί η Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου το 2018 ήταν επιβεβλημένα από την ανάγκη ταχείας μείωσης του χρέους και των αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας έως τότε. Σε αυτόν τον νέο γύρο διαπραγματεύσεων που θα προσέλθει το οικονομικό επιτελείο θα έχει το επιχείρημα της υψηλής ανάπτυξης, η οποία θα φτάνει σε μέσα ετήσια επίπεδα το 4,3% του ΑΕΠ από το 2021 μέχρι και το 2025. Το στοίχημα είναι οι θεσμοί να πειστούν ότι η Ελλάδα μπορεί να μειώσει ταχύτερα το χρέος της με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από ό,τι με σκληρούς δημοσιονομικούς στόχους και να δεχθούν χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά.

Πηγές του υπουργείου Οικονομικών, πολύ πριν ξεκινήσει αυτή η συζήτηση, θεωρούν ότι οι Ευρωπαίοι μπορούν να πειστούν να χαμηλώσουν τον πήχυ για τα πρωτογενή πλεονάσματα κοντά στο 2,2% του ΑΕΠ όπως προέβλεπε και η συμφωνία του 2018.

Ενα δεύτερο, πιο αισιόδοξο σενάριο είναι να δεχθούν την ταχύτερη μείωση του χρέους λόγω υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης και να δεχθούν το πρωτογενές πλεόνασμα να περιοριστεί στο 1,5% του ΑΕΠ όπως είχε προτείνει από το 2017 και το ΔΝΤ.

Το περιθώριο που θα έχει κάθε χρόνο το οικονομικό επιτελείο να προχωρά σε μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών θα ορίζεται από την υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος της κάθε χρονιάς. Συνεπώς, όσο η ανάπτυξη θα είναι ψηλά τόσο υψηλότερο θα είναι και το περιθώριο για ελαφρύνσεις.

Με βάση τα σημερινά δεδομένα το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης με βάση το οποίο θα κρινόμαστε ως χώρα από τα μέσα του 2022 (τότε αναμένεται να σταματήσει το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας) θα είναι έλλειμμα 7,1% του ΑΕΠ για φέτος και 0,5% για το 2022. Το 2023 η Ελλάδα θα έχει ξανά πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ, το 2024 2,8% του ΑΕΠ και το 2025 3,7% του ΑΕΠ.

 «Μάχη» Βορρά-Νότου

Εξίσου κρίσιμη είναι η μάχη που θα δοθεί μεταξύ των ευρωπαϊκού Βορρά με επικεφαλής τη Γερμανία και του ευρωπαϊκού Νότου (όπου περιλαμβάνεται και η χώρα μας) για την αναθεώρηση της μεθοδολογίας και των στόχων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η επί της ουσίας συζήτηση θα ξεκινήσει μετά τις γερμανικές εκλογές στις 26 Σεπτεμβρίου και η έκβασή της θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από το κυβερνητικό σχήμα της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης.

Η συμμετοχή του κυβερνώντος σήμερα κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών θα δυσκολέψει παρά πολύ τον εκσυγχρονισμό του Συμφώνου, καθώς στις προκαταρκτικές συζητήσεις που έγιναν μέχρι και το τέλος Ιουλίου Γερμανία, Ολλανδία και Φινλανδία ξεκαθάρισαν ότι η συζήτηση θα αφορά στην απλοποίηση σημείων του Συμφώνου και σε καμία περίπτωση αλλαγή των όρων αξιολόγησης των κρατών. Ωστόσο, το χρέος της ευρωζώνης θα παραμείνει και φέτος πάνω από το 100% του ΑΕΠ και το έλλειμμα πάνω από το 3% του ΑΕΠ.

Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα τάσσονται υπέρ της προσαρμογής των κριτηρίων στην μετά τον κορονοϊό εποχή, την οποία θα ακολουθήσει μια ασύμμετρη ανάπτυξη, σε κάθε ένα από τα κράτη-μέλη. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι αν συνεχιστεί η εφαρμογή των κριτηρίων του Συμφώνου ως είχε, μπορεί η Ε.Ε. να κινδυνέψει να πέσει σε ύφεση. Υπενθυμίζεται ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας προέβλεπε έλλειμμα μικρότερο από 3% του ΑΕΠ και χρέος στο 60% του ΑΕΠ. Οσες χώρες ήταν πάνω από αυτά τα όρια θα έπρεπε να πάρουν άμεσα περιοριστικά μέτρα για να προσαρμοστούν. Το χρέος θα έπρεπε πρακτικά να μειωθεί κάτω από 3% του ΑΕΠ με περιοριστικά μέτρα το αργότερο μέσα σε δύο χρόνια, ενώ όσες χώρες είχαν χρέος πάνω από το 60% του ΑΕΠ τους θα έπρεπε να το μειώνουν κατά 1/20 κάθε χρόνο μέχρι το ύψος του να φτάσει το όριο του Συμφώνου. Με δεδομένο ότι το χρέος της ευρωζώνης θα παραμείνει πάνω από το 100% του ΑΕΠ.

Η πρόταση που γίνεται είναι το κριτήριο να συνεχίσει να ισχύει μεν, αλλά να εξετάζεται σε κυκλικά προσαρμοσμένη βάση. Αυτό σημαίνει ότι θα παραμείνει ο στόχος του 3% του ΑΕΠ, αλλά λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πορεία της οικονομίας. Η συνθήκη του «κυκλικά προσαρμοσμένου ελλείμματος» υπάρχει ήδη στο Σύμφωνο, αλλά… αγνοείται. Μια αλλαγή στην κατεύθυνση αυτή θα δώσει περιθώρια ευελιξίας στη δημοσιονομική πολιτική κάθε χώρας και άρα και της Ελλάδας.

Χρέος

Σε ό,τι αφορά στο χρέος, με το σημερινό Σύμφωνο, εφόσον η χώρα δεν ακολουθεί κάποιο πρόγραμμα σταθεροποίησης (π.χ. ένα Μνημόνιο), η ρήτρα της ετήσιας μείωσης του χρέος της κατά το 1/20 είναι ασφυκτική για την Ελλάδα. Τούτο διότι το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα φτάσει το 2021 στο 200% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι αν ίσχυαν φέτος οι κανόνες, η Ελλάδα θα έπρεπε να μειώσει το χρέος της κατά τουλάχιστον 10% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να προχωρήσει σε περιοριστικά μέτρα. Η πρόταση που γίνεται είναι η ετήσια προσαρμογή του χρέους να συνδέεται με τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, ενώ θα εισάγεται και η έννοια της βιωσιμότητα του χρέους, εκτός από το ύψος του.

Ενα τρίτο μεγάλο θέμα που κερδίζει έδαφος είναι η πρόταση να μην προσμετρώνται στο έλλειμμα οι δαπάνες τω κρατών-μελών που θα γίνονται για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις αρχές του 2020 μέχρι και τώρα η Ελλάδα έχει δώσει σε αποζημιώσεις για καταστροφές οι οποίες συνδέονται με την κλιματική αλλαγή 1,6 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, μεγάλα ποσά είχαν η Ισπανία, η Ιταλία από τις πρόσφατες πυρκαγιές, αλλά και η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο με τις πλημύρες του Ιουλίου. Η πρόταση αυτή έχει πιθανότητες να περάσει έστω και με περιορισμούς στο Νέο Σύμφωνο Σταθερότητας.

Get real time updates directly on you device, subscribe now.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει