Πώς καθορίζεται ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ορίζεται σε ετήσια βάση με απόφαση του υπουργού Εργασίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου.
Πριν την τελική απόφαση προηγείται διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, με την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων ερευνητικών φορέων και της Τράπεζας της Ελλάδος, την οποία συντονίζει ειδική τριμελής επιτροπή.
Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) σε συνεργασία με πενταμελή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, συντάσσει πόρισμα της διαβούλευσης, το οποίο υποβάλλεται στους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας.
Βασική προεκλογική δέσμευση της κυβέρνησης είναι να δίνεται στους εργαζόμενους ένα κοινωνικό μέρισμα σε κάθε έτος που θα υπάρχει θετικός ρυθμός ανάπτυξης. Η αύξηση του κατώτατου μισθού από τις αρχές του 2022 υλοποιείται – παρά την ύφεση 8,2% λόγω της πανδημίας το 2020 – καθώς οι προοπτικές της οικονομίας είναι θετικές.
Η επιλογή υπερβολικής αύξησης του κατώτατου μισθού, σε επίπεδα πέραν των αντοχών της οικονομίας και των επιχειρήσεων, μπορεί να φαίνεται φιλολαϊκή, αλλά στην πράξη πλήττει τους ίδιους τους εργαζόμενους, σημειώνουν στο υπουργείο Εργασίας. Ο λόγος είναι ότι μπορεί να οδηγήσει τις επιχειρήσεις και κυρίως τις μικρομεσαίες που βρίσκονται στο όριο (ειδικά σε συνθήκες πανδημίας) σε κλείσιμο, άρα σε αύξηση των ανέργων, ή να προκαλέσει αύξηση της μαύρης και υποδηλωμένης εργασίας.
Στην Ελλάδα καταβάλλονται 14 μισθοί, συνεπώς ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ (663 ευρώ από 1-1-2022) αντιστοιχεί σε 758 ευρώ (773,5 από 1-1-2022) ανά μήνα. Επιπλέον τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται από 10 μέχρι και 30%, ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος προ του 2012.
Συνεπώς, σε ορισμένες περιπτώσεις ο κατώτατος μισθός μπορεί να είναι έως και 195 ευρώ υψηλότερος (έως 198,9 ευρώ από 1-1-2022) και να φτάνει στα 845 ευρώ (861,9 ευρώ από 1-1-2022). Σε σύγκριση με τα 21 κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού (11η με βάση τον ονομαστικό και 13η με βάση τα Ισοδύναμα Αγοραστικής Δύναμης), χωρίς να υπολογίζονται οι προσαυξήσεις που αναφέρονται παραπάνω λόγω προϋπηρεσίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης τον Φεβρουάριο του 2020 (τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση) ανήλθε στα 1.187 ευρώ. Δηλαδή ο κατώτατος μισθός ανήλθε στο 55% του μέσου μισθού (5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον διεθνώς αναγνωρισμένο δείκτη επάρκειας).
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, μόνο σε 9 χώρες-μέλη της ΕΕ, η αύξηση του κατώτατου μισθού υπερέβη το 2%, αν λάβουμε υπόψιν τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία (για τις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης). Σε 6 χώρες η πραγματική αύξηση ήταν μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας και σε μια ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε.
Η Ισπανία και η Εσθονία διατήρησαν αμετάβλητο τον ονομαστικό κατώτατο μισθό το 2020. Η πραγματική αύξηση (αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός) ήταν μικρότερη από εκείνη της χώρας μας, καθώς στην Ελλάδα η πραγματική αξία του κατώτατου μισθού αυξήθηκε κατά 1,3% λόγω του αποπληθωρισμού. Περαιτέρω αύξηση της αγοραστικής δύναμης επήλθε από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση, κατά 1,63%. Για ένα μισθωτό πλήρους απασχόλησης, το συνολικό ετήσιο όφελος υπερβαίνει τα 250 ευρώ, σημειώνουν οι αρμόδιοι.
Το σύστημα του ορισμού του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο διεθνώς. Σε σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για λογαριασμό του υπουργείου Εργασίας, αναφέρεται ότι το 56% των χωρών ορίζουν τον κατώτατο μισθό με το συγκεκριμένο σύστημα, ενώ μόνο 14% αποκλειστικά με συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Σε 13 από τις 21 χώρες της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, οι κοινωνικοί εταίροι συμμετέχουν σε διαδικασίες διαβούλευσης, αλλά η κυβέρνηση τελικά αποφασίζει, ενώ σε άλλες τρεις χώρες η κυβέρνηση έχει τον τελευταίο λόγο σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αποτύχουν.