ΗΠΑ: Πέντε άνθρωποι νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση έπειτα από περιστατικό με πυρά σε κάβα
Πέντε άνθρωποι νοσηλεύονται αφού τραυματίστηκαν από σφαίρες σε περιστατικό που σημειώθηκε στο Σρέβεπορτ της Λουιζιάνα, μετέδωσε το τηλεοπτικό δίκτυο KSLA χθες Κυριακή αργά το βράδυ, το τρίτο περιστατικό με μαζικά πυρά που αναφέρεται στις ΗΠΑ σε διάστημα 24 ωρών.
Σε μια σύντομη ενημέρωση των δημοσιογράφων η αστυνομία ανακοίνωσε ότι βρίσκεται στα πρώτα στάδια της έρευνας για το περιστατικό, ενώ δεν επιβεβαίωσε τον αριθμό των ατόμων που διακομίστηκαν στο νοσοκομείο ούτε σχολίασε την κατάσταση της υγείας τους.
Αστυνομικοί απάντησαν σε μια κλήση για μποτιλιάρισμα όταν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί, εξήγησε εκπρόσωπος της αστυνομίας.
“ Απαντήσαμε το βράδυ σε μια κλήση για μποτιλιάρισμα και στη διάρκεια αυτού ακούστηκαν πολλά πυρά”, εξήγησε.
Ένα από τα θύματα έχει τραυματιστεί στο κεφάλι, ενώ ένα άλλο φέρει πολλά τραύματα από σφαίρες, σύμφωνα με το τοπικό ειδησεογραφικό ιστότοπο Love Shreveport- Bossier.
Το περιστατικό σημειώθηκε περίπου στις 21:00 τοπική ώρα χθες το βράδυ στη λεωφόρο Χιρν της πόλης Σρέβεπορτ, στη βορειοδυτική Λουιζιάνα, όπως μετέδωσε το τοπικό τηλεοπτικό δίκτυο KSLA.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν σημειωθεί στις ΗΠΑ πολλά περιστατικά με μαζικά πυρά.
Ένοπλος σκότωσε οκτώ υπαλλήλους της εταιρείας ταχυμεταφορών FedEx και στη συνέχεια αυτοκτόνησε στην Ινδιανάπολη την Πέμπτη το βράδυ, ενώ τουλάχιστον επτά περιστατικά μαζικών πυρών έχουν αναφερθεί στις ΗΠΑ τον τελευταίο μήνα.
Νωρίτερα χθες Κυριακή τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν σε συγκρότημα κατοικιών στο Όστιν του Τέξας, με τις αρχές να αναζητούν έναν πρώην αναπληρωτή σερίφη για το περιστατικό.
Σε ξεχωριστό συμβάν τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν και δύο τραυματίστηκαν σε πυροβολισμούς σε μπαρ της κομητείας Κενόσα στο Ουισκόνσιν τα ξημερώματα της Κυριακής.
Η αύξηση αυτού του είδους των περιστατικών ενισχύει τη στήριξη των Αμερικανών σε μια πιο αυστηρή νομοθεσία για την οπλοκατοχή. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters/Ipsos, οι περισσότεροι Αμερικανοί στηρίζουν την αυστηροποίηση της νομοθεσίας, όμως η Ουάσινγκτον έχει κάνει πολύ λίγα για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα τα τελευταία χρόνια.