Έρχονται αυξήσεις μισθών και συντάξεων το 2021
Νέες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις φέρνει το 2021.
Επιπλέον, μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές κατά 3% από την 1η Ιανουαρίου του 2021 μέχρι 31 Δεκεμβρίου του 2021, φέρνοντας αύξηση στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα που φτάνει μέχρι τα 322 ευρώ ετησίως.
Πιο αναλυτικά, αυξήσεις αποδοχών για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα από την 1η Ιανουαρίου 2021 φέρνει η μείωση 3% συνολικά των εισφορών σε συνδυασμό με την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Σε αθροιστικό όφελος εργαζόμενου – εργοδότη, που ξεκινά από τα 20 ευρώ το μήνα για τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ και φτάνει μέχρι τα 60 ευρώ το μήνα για μικτούς μισθούς της τάξης των 2.000 ευρώ.
Ειδικότερα οι μισθωτοί κερδίζουν:
8 ευρώ το μήνα και 112 ευρώ το χρόνο – για τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ
10 ευρώ το μήνα και 140 ευρώ το χρόνο – για μικτούς μισθούς της τάξης των 800 ευρώ
12 ευρώ το μήνα και 168 ευρώ το χρόνο – για μικτούς μισθούς της τάξης των 1.000 ευρώ
14 ευρώ το μήνα και 196 ευρώ το χρόνο – για μικτούς μισθούς της τάξης των 1.200 ευρώ
18 ευρώ το μήνα και 252 ευρώ το χρόνο – για μικτούς μισθούς της τάξης των 1.500 ευρώ
23 ευρώ το μήνα και 322 ευρώ το χρόνο – για μικτούς μισθούς της τάξης των 2.000 ευρώ
Ειδικότερα από την 1η Ιανουαρίου 2021 οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών εργαζομένων σε φορείς εκτός δημόσιων υπηρεσιών, αποκεντρωμένων διοικήσεων, ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού και νομικών προσώπων αυτών, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου εντός Γενικής Κυβέρνησης, μειώνονται κατά τρεις (3) ποσοστιαίες μονάδες ως ακολούθως:
Κατά 1,85 ποσοστιαίες μονάδες (πμ) των ασφαλίστρων υπέρ κλάδου ανεργίας. Η μείωση επιμερίζεται κατά 1,49 πμ στο ασφάλιστρο του εργοδότη και κατά 0,36 πμ στο ασφάλιστρο του εργαζομένου. Το συνολικό ασφάλιστρο υπέρ ανεργίας διαμορφώνεται σε 2,4 % και κατανέμεται 1,2 % στον εργοδότη και 1,2 % στον εργαζόμενο.
Κατά 0,30 ποσοστιαίες μονάδες (πμ) των ασφαλίστρων υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (Ε.Λ.Ε.Κ.Π) της περ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 34 του ν. 4144/2013 (Α’ 88), η οποία μειώνεται κατά 0,12 πμ από την εργοδοτική εισφορά υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας (Ε.Κ.Λ.Α.) σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 2224/1994 (Α΄122) και κατά 0,18 πμ από την εργοδοτική εισφορά υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Προγραμμάτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και Εκπαίδευσης (Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε.). Το συνολικό ασφάλιστρο διαμορφώνεται σε 0,16 % και κατανέμεται ως εξής:
– Εργοδοτική εισφορά 0,06 % υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Προγραμμάτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και Εκπαίδευσης (Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε.), σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 2224/1994 (Α` 122).
– Εισφορά εργαζομένου 0,10 % υπέρ του Ειδικού Κοινού Λογαριασμού Ανεργίας (Ε.Κ.Λ.Α.), σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 2224/1994 (Α` 122).
Κατά 0,85 ποσοστιαίες μονάδες (πμ) των ασφαλίστρων υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (Ε.Λ.Ε.Κ.Π) της περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 34 του ν. 4144/2013, η οποία μειώνεται από την εισφορά που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν.δ. 2963/1954 (Α’ 195), και αφορά αποκλειστικά ασφάλιστρο του εργαζόμενου. Το αντίστοιχο ασφάλιστρο του εργαζομένου υπέρ Ε.Λ.Ε.Κ.Π. διαμορφώνεται σε 0,35 % και αφορά ασφάλιστρο υπέρ πρώην ΟΕΕ (ν. 678/1977, Α’ 246 και άρθρο 7 του ν. 3144/2003, Α’ 111).
Από την εισφορά του κλάδου ΛΑΕΚ του Ε.Λ.Ε.Κ.Παποδίδεται πόρος στο Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, στον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ), καθώς και στα ινστιτούτα και τα εκπαιδευτικά κέντρα, τα οποία έχουν ιδρυθεί ή θα ιδρυθούν με τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ, του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ, του ΣΕΤΕ και του ΣΒΒΕ. Για τους ανωτέρω φορείς, εκτός του ΕΟΠΠΕΠ, η απόδοση του πόρου από τον κλάδο ΛΑΕΚ μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%) επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών που εισπράττονται από τον e-ΕΦΚΑ για λογαριασμό του κλάδου ΛΑΕΚ, ανεξαρτήτως του βαθμού απόδοσης αυτών στον ΟΑΕΔ.
Κατώτατος μισθός
Η διαδικασία διαμόρφωσης του θα ξεκινήσει πλέον το τελευταίο 10ήμερο του Μαρτίου και θα ολοκληρωθεί το δεύτερο 15ήμερο του Ιουλίου, όταν ο υπουργός Εργασίας θα πρέπει να εισηγηθεί τον νέο κατώτατο μισθό στο υπουργικό συμβούλιο.
Σύμφωνα με τον νόμο το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου πρέπει να καθορίζεται «λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών». Η ίδια διαδικασία ορίζει πως ο υπουργός Εργασίας δεν δεσμεύεται από το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων αλλά το λαμβάνει υπόψη του για να προτείνει στο υπουργικό συμβούλιο το νέο ύψος του μισθού.
Υπενθυμίζεται σήμερα ο κατώτατος μισθός έχει οριστεί στα 650 ευρώ και το κατώτατο ημερομίσθιο στα 29,04 ευρώ. Το νέο χρονοδιάγραμμα, λόγω των έκτακτων και αναγκαίων μέτρων για τον περιορισμό της διάδοσης της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19, έχει ως εξής:
Το τελευταίο 10ήμερο του Μαρτίου ξεκινά η διαδικασία καθώς η 3μελής Επιτροπή Διαβούλευσης (Πρόεδρος Ο.ΜΕ.Δ., εκπρόσωπος υπουργού Οικονομικών και εκπρόσωπος του υπουργού Εργασίας) αποστέλλει έγγραφη πρόσκληση προς εξειδικευμένους επιστημονικούς ερευνητικούς και λοιπούς φορείς, μεταξύ των οποίων, η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε./ΑΔΕΔΥ (ΙΝΕ−Γ.Σ.Ε.Ε.), το Ινστιτούτο ΙΜΕ−Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., το Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΙΝ. ΕΜ.Υ. ΕΣΕΕ). Οι ερευνητικοί αυτοί φορείς πρέπει να συντάξουν έκθεση για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου με εκτιμήσεις για την προσαρμογή τους στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες. Οι φορείς πρέπει να λάβουν υπόψη τους σύμφωνα με την σχετική διάταξη, την ειδική ρήτρα που προβλέπεται στον νόμο του 2013 : “Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών”.
Υψηλότερες αποδοχές και αναδρομικά για 200.000 συνταξιούχους
Με καθυστέρηση τουλάχιστον ενός χρόνου αναμένεται να εφαρμοστούν κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021 σημαντικές διατάξεις της τελευταίας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, που ψηφίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, επιφέροντας αυξήσεις σε συντάξεις παλαιών και νέων δικαιούχων, αλλά και αναδρομικά τουλάχιστον 16 μηνών.
Πρόκειται για τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης που αυξάνουν την ανταποδοτικότητα των παροχών, σε περιπτώσεις ασφαλιστικού βίου άνω των 30 ετών, αλλά και για περιορισμό της μείωσης των συντάξεων, σε περίπτωση απασχόλησης συνταξιούχων.
Η πρώτη διάταξη, με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης, ισχύει αναδρομικά από την 1η Οκτωβρίου του 2019, γεγονός που σημαίνει ότι ήδη έχουν σωρευθεί αναδρομικά 16 μηνών. Οι νέοι συνταξιούχοι, που έχουν συνταξιοδοτηθεί εξαρχής με τον νόμο Κατρούγκαλου, καθώς υπέβαλαν αίτηση από 13 Μαΐου 2016 και μετά, δικαιούνται εξαρχής το 100% της αύξησης. Αντίθετα, οι παλαιοί συνταξιούχοι, που ήταν ήδη στη σύνταξη τον Μάιο του 2016, δικαιούνται το 1/5 της αύξησης για το 2019 και το 2020 και τα υπόλοιπα 4/5 ανά έτος έως και το 2024.
Αναλυτικά, η επικείμενη αύξηση των συντάξεων αφορά περίπου 200.000 συνταξιούχους και συγκεκριμένα:
• Περίπου 40.000 νέους συνταξιούχους (με αίτηση συνταξιοδότησης από 13 Μαΐου 2016 και μετά) χωρίς προσωπική διαφορά. Αυτοί δικαιούνται αύξηση στην καταβαλλόμενη σύνταξη, που κυμαίνεται κατά μέσον όρο στα 50 ευρώ από 1η Οκτωβρίου.
• Περίπου 50.000 παλαιούς συνταξιούχους (αποχώρηση πριν από τις 12 Μαΐου 2016) με μικρή θετική προσωπική διαφορά κατά μέσον όρο περίπου 30 ευρώ. Με τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης ισοφαρίζουν την προσωπική διαφορά και κερδίζουν αύξηση μεσοσταθμικά 30 ευρώ σε 5 ετήσιες δόσεις έως το 2024.
• Περίπου 100.000 παλαιούς συνταξιούχους που έλαβαν αύξηση από 1/1/2019 (αρνητική προσωπική διαφορά) με τον νόμο Κατρούγκαλου. Δικαιούνται νέα μεσοσταθμική αύξηση της τάξης των 40-50 ευρώ σε πέντε ετήσιες δόσεις έως το 2024.
Παράλληλα υπάρχουν περίπου 500.000 παλαιοί συνταξιούχοι που έχουν συνταξιοδοτηθεί ή έχουν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης πριν από τον Μάιο του 2016 και οι οποίοι θα έχουν σε μεγάλο βαθμό μόνο λογιστική επίπτωση στη σύνταξή τους, καθώς η δικαιούμενη αύξηση θα απορροφηθεί από την προσωπική διαφορά. Η συγκεκριμένη κατηγορία έχει προσωπική διαφορά, δηλαδή η σύνταξη που παίρνει είναι υψηλότερη από αυτή που δικαιούται μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου.
Με την αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης η προσωπική διαφορά θα μειωθεί, όμως όχι τόσο ώστε να καλύψει το υπερβάλλον ποσό που ήδη λαμβάνουν. Η συγκεκριμένη κατηγορία θα καταφέρει να λάβει αύξηση στο εισόδημά της μετά το 2023.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι πλέον κερδισμένοι του νέου συστήματος που εισήχθη με τον νόμο Βρούτση, μετά και την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί αντισυνταγματικότητας του νόμου Κατρούγκαλου, είναι όσοι αποχωρούν ή έχουν αποχωρήσει με 40ετία ασφάλισης. Στην πράξη, επισημαίνουν πως το μεγαλύτερο κέρδος έρχεται όταν ο ασφαλισμένος έχει 40 έτη ασφάλισης και υψηλό συντάξιμο μισθό.
Οσα περισσότερα χρόνια εξασφαλίζει κανείς μέσα στη δεκαετία 30,1-40 έτη ασφάλισης, τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα λάβει. Πιο σημαντικό είναι το όφελος στην 5ετία 35-40 έτη ασφάλισης. Για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση για την 40ετία φτάνει στα 252 ευρώ σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά. Αντίστοιχα για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση φτάνει στα 72 ευρώ, σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά. Στην 35ετία η αύξηση για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές φτάνει στα 35 ευρώ, ενώ για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές ανεβαίνει στα 123 ευρώ.
Πιθανότατα στο τέλος Μαρτίου, με τη σύνταξη Απριλίου, εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει και η εφαρμογή της διάταξης που προβλέπει μειωμένο «πέναλτι» 30% στη σύνταξη για τους συνταξιούχους που εργάζονται. Η αύξηση στη σύνταξη είναι της τάξης του 75% και μαζί θα υπάρξουν και αναδρομικά, από τον Φεβρουάριο του 2020 και εφεξής.
Έως την 30 Απριλίου θα πρέπει να υποβληθούν από τους επιστημονικούς φορείς σύμφωνα με το νέο χρονοδιάγραμμα οι εκθέσεις για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Η Επιτροπή Διαβούλευσης σχηματίζει φάκελο με τις εκθέσεις των εξειδικευμένων ερευνητικών φορέων και των παραγόντων διαφοροποίησης του κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου και τον στέλνει στους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, ΓΣΕΕ, Σ.Ε.Β., Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., Ε.Σ.Ε.Ε., Σ.Ε.Τ.Ε. ώστε να εκφράσουν γνώμη, με υποβολή υπομνήματος και τεκμηρίωσης για την αναπροσαρμογή του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.
Έως την 15η Μαΐου, η Επιτροπή Διαβούλευσης πρέπει να διαβιβάσει το υπόμνημα κάθε δια βουλευόμενου προς τους υπόλοιπους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, με πρόσκληση για προφορική διαβούλευση σε σχέση με την τυχόν αναπροσαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.
Έως την 31 Μαΐου πρέπει να διαβιβαστούν όλα τα υπομνήματα και η τεκμηρίωση των διαβουλευομένων, καθώς και η έκθεση των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) προς σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης. Το πόρισμα συντάσσεται σε συνεργασία με επιτροπή αποτελούμενη από 5 ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σε θέματα οικονομίας και κυρίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής καθώς και εργασιακών σχέσεων. Το Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης σχετικά με τις δυνατότητες προσαρμογής του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να περιέχει ιδίως τη συστηματική καταγραφή των προτάσεων των διαβουλευομένων κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου νομοθετημένου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου. Η γνώμη που θα διατυπώνεται στο Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης, μπορεί να αποκλίνει ή/και να διαφοροποιείται από τις εκθέσεις που υποβάλλονται από τους λοιπούς επιστημονικούς φορείς.
Έως την 30η Ιουνίου ολοκληρώνεται το Σχέδιο του Πορίσματος Διαβούλευσης και υποβάλλεται στον υπουργό Οικονομικών και τον υπουργό Εργασίας. Ακολούθως πρέπει να δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εργασίας μαζί με όλες τις εκθέσεις, τα υπομνήματα και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο τεκμηρίωσης.
Εντός του τελευταίου δεκαπενθημέρου του Ιουλίου ο υπουργός Εργασίας, θα πρέπει να εισηγηθεί στο υπουργικό Συμβούλιο, τον νέο κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών, λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης, όπως αυτό υποβλήθηκε και συντάχθηκε.