Η Μέση Ανατολή αλλάζει
Γράφει ο Βίκτωρ Ισαάκ Ελιέζερ*
Ο Σιμόν Πέρες, ο βραβευμένος με το Νόμπελ ειρήνης Ισραηλινός πολιτικός, είχε ένα όραμα το οποίο μοιραζόταν με τους πολίτες της χώρας του και με τους Άραβες συνομιλητές του: «Ελάτε να μετατρέψουμε την Μέση Ανατολή από εμπόλεμη ζώνη, σε ζώνη επιστημονικής και οικονομικής συνεργασίας που θα μας οδηγήσει σε μια Ένωση της Μέσης Ανατολής, παρόμοια με την Ευρωπαϊκή Ένωση». Ο ορκισμένος αντίπαλος του και νυν πρωθυπουργός του Ισραήλ ΜπενιαμίνΝετανυάου τον χλεύαζε και οι οπαδοί του κόμματος Λικούντ του οποίου ηγείτο, δεν δίσταζαν να αποδοκιμάζουν τον Σιμόν Πέρες στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις την δεκαετία του -90 και του 2000.
«Ο πόλεμος μπορεί να αποφευχθεί, η ειρήνη είναι αναπόφευκτη», είχε πει στην ομιλία του ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν, καλωσορίζοντας τον Αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ, στην ισραηλινή Βουλή το Νοέμβριο του 1977. Και πρόσθεσε: «Επιδιώκουμε την ειρήνη με όλους τους γείτονες μας, με την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τη Συρία και το Λίβανο. Θέλουμε να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις». Τον Μάρτιο του 1979 η Αίγυπτος έγινε η πρώτη Αραβική χώρα, και μάλιστα ηγέτιδα δύναμη του Αραβικού κόσμου, που υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ. Και τότε υπήρξαν έντονες αντιδράσεις στις οποίες πρωτοστατούσαν οι Παλαιστίνιοι, με ηγέτη τότε τον Γιασέρ Αραφάτ. Αποδείχθηκε σωστό αυτό που είπε ο Μεναχέμ Μπέγκιν ότι «η ειρήνη είναι αναπόφευκτη», αφού πρόκειται για μια βιώσιμη συμφωνία, παρά τη δολοφονία του Ανουάρ Σαντάτ.
Τον Οκτώβριο του 1994, ο Ιορδανός βασιλιάς Χουσεΐν και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Ιτσχάκ Ράμπιν υπογράφουν τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας. Οι Παλαιστίνιοι για ακόμη μια φορά επιλέγουν τις βίαιες εξεγέρσεις παρά τις αρχικές συμφωνίες του Οσλο που υπογράφηκαν το 1993 και το 1995.
Στις 4 Νοεμβρίου του 1995, δολοφονείται ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Ιτσχάκ Ράμπιν, από Ισραηλινό εξτρεμιστή, ως αποτέλεσμα μιας εκστρατείας μίσους που είχε εξαπολύσει τότε ο νέος ηγέτης του ΛικούντΜπενιαμίνΝετανυάου.
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός ΜπενιαμίνΝετανυάου, αποφασίζει να επιλέξει την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και το Μπαχρέϊν και να εγκαταλείψει την ιδέα της προσάρτησης εδαφών της Δυτικής όχθης του Ιορδάνη, που προεκλογικά είχε υποσχεθεί στους οπαδούς του στο Ισραήλ. Επέλεξε δηλαδή το δρόμο της συνεργασίας που θα αποφέρει οικονομικά οφέλη και στις δύο πλευρές ενώ ταυτόχρονα δημιουργείται μια ισχυρή συμμαχία απέναντι στην Ιρανική απειλή.
Το κοινό σημείο όλων αυτών των συνθηκών ειρήνης είναι η αμερικανική διαμεσολάβηση. Ο ρόλος των Αμερικανών προέδρων Τζίμι Κάρτερ (Αίγυπτος – Ισραήλ), Μπιλ Κλίντον (Ιορδανία – Ισραήλ) και Ντόναλντ Τραμπ (ΗΑΕ – Μαχρέϊν – Ισραήλ) ήταν καθοριστικός.
Ποια όμως είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ειρηνευτικές συμφωνίες που υπέγραψε το Ισραήλ με την Αίγυπτο και την Ιορδανία και σε αυτή που υπέγραψε με τα ΗΑΕ και το Μπαχρέϊν; Οι πρώτες βασίζονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 242 του 1967 και 338 του 1973 που προβλέπουν την αποχώρηση των Ισραηλινών στρατευμάτων από εδάφη (και όχι από τα εδάφη) της Δυτικής όχθης του Ιορδάνη. Οι δύο συνθήκες ειρήνης με Αίγυπτο και Ιορδανία, καθώς και οι συμφωνίες του Οσλο με τους Παλαιστινίους, αργότερα ο Οδικός Χάρτης του προέδρου Μπους του νεότερου όπως και το σχέδιο Τραμπ του οποίου οι χάρτες έχουν σχεδιασθεί «στο πνεύμα της απόφασης 242», είχαν υιοθετήσει την πρόταση «εδάφη έναντι ειρήνης» με στόχο την επίτευξη μιας οριστικής επίλυσης του μεσανατολικού προβλήματος που θα βασίζεται στην αρχή των «δύο κρατών για δύο λαούς». Τίποτε από όλα αυτά δεν περιλαμβάνεται στην πρόσφατη συμφωνία με τα ΗΑΕ και το Μπαχρέϊν. Η παραδοσιακή πολιτική του Αραβικού συνδέσμου που προέβλεπε πρώτα την επίλυση του Παλαιστινιακού και μετά την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, ανατράπηκε.
Η Μέση Ανατολή αλλάζει…, το Ισραήλ έπαψε πλέον να είναι ο θανάσιμος εχθρός του Αραβικού κόσμου, ένα – ένα τα αραβικά κράτη αντιλαμβάνονται ότι αυτά που έχουν να κερδίσουν από τη συνεργασία με το Ισραήλ είναι πολύ περισσότερα από αυτά που έχασαν με τον πόλεμο εναντίον του Εβραϊκού κράτους. Αυτό όμως που αντιλαμβάνονται τα αραβικά κράτη, δεν το αντιλαμβάνονται οι Παλαιστίνιοι οι οποίοι επιμένουν να απέχουν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τετελεσμένα γεωπολιτικά γεγονότα που αφορούν σε πτυχές της ίδιας της διαπραγμάτευσης όπως η αύξηση των Ισραηλινών εποίκων που τελικά επηρεάζουν την χάραξη των οριστικών συνόρων. Η προσπάθεια των Παλαιστινίων να συσπειρώσουν ξανά τον Αραβικό κόσμο γύρω τους, στη τελευταία Διάσκεψη του Συνδέσμου Αραβικών κρατών, απέτυχε. Η εξομάλυνση όμως των σχέσεων του Ισραήλ με τα Αραβικά κράτη ίσως οδηγήσει τελικά Ισραηλινούς και Παλαιστινίους στην εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης για όλους λύση. Διότι η λύση δεν θα αποκαταστήσει μόνο τα εθνικά δικαιώματα των Παλαιστινίων με την ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους δίπλα στο Ισραήλ σε ασφαλή σύνορα, αλλά θα διασφαλίσει ταυτόχρονα τον δημοκρατικό και εβραϊκό χαρακτήρα του κράτους του Ισραήλ.
Ο ρόλος της Τουρκίας
Η Τουρκία επιχειρώντας να επεκτείνει την επιρροή της στην Ανατολική Μεσόγειο δεν διστάζει να υποστηρίζει κάθε τρομοκρατική οργάνωση που στρέφεται κατά του Ισραήλ, όπως τη Χαμάς, εμφανιζόμενη έτσι ως η προστάτιδα δύναμη των Παλαιστινίων, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται ο άξονας Τουρκίας – Ιράν τόσο στη Συρία όσο και απέναντι στα περισσότερα Αραβικά κράτη. Ταυτόχρονα ενισχύει τις Λιβυκές δυνάμεις που αντιτίθενται στην Αίγυπτο προσβλέποντας στην ανακατάληψη της Σύρτης και των γύρω πετρελαιοπηγών.
Διαπιστώνοντας πλέον ότι η Τουρκία, υπό τον πρόεδρο Ερντογάν, εξακολουθεί να απειλεί τα ζωτικά συμφέροντά του στην περιοχή και κυρίως η στενή σχέση της Τουρκίας με το Ιρανικό καθεστώς, το Ισραήλ πρωτοστατεί στη δημιουργία μιας «ασφαλούς ζώνης» στην Ανατολική Μεσόγειο που περιλαμβάνει βεβαίως την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Ιορδανία και που προσφάτως εντάχθηκαν τα ΗΑΕ και το Μπαχρέϊν. Η αποφασιστική παρέμβαση του Ισραήλ υπέρ των Ελληνικών θέσεων στην πρόσφατη κρίση στο Αιγαίο, πριν από λίγα χρόνια δεν ήταν ούτε αυτονόητη, ούτε καν αναμενόμενη. Μια παρέμβαση που όχι μόνο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στα κέντρα λήψης των αποφάσεων στην Ουάσινγκτον αλλά διαμορφώνει και τη νέα ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια ισορροπία που μπορεί να γεννάει κρίσεις στην περιοχή αλλά αποτρέπει την ένοπλη σύγκρουση που θα προκαλέσει οδυνηρές συνέπειες για όλους τους εμπλεκόμενους.
Παρά τις όποιες αναλύσεις όμως, οι πολιτικοί είναι αυτοί που θα πάρουν τις αποφάσεις, που θα κριθούν και θα αξιολογηθούν από την ιστορία με κριτήριο τη διατήρηση και τη διάρκεια της ειρήνης.
«Η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν πολιτικό είναι η πίεση χρόνου», υποστηρίζει ο Χένρυ Κίσινγκερ στο βιβλίο του «Διπλωματία», «Ο αναλυτής δεν διατρέχει κινδύνους. Σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι έχει βγάλει λάθος συμπεράσματα, μπορεί να γράψει μια άλλη διατριβή. Ο πολιτικός μπορεί μόνο μια φορά να μαντέψει. Τα λάθη του είναι αμετάκλητα. Ο αναλυτής έχει στη διάθεση του όλα τα στοιχεία. Θα τον κρίνουν για τις διανοητικές του ικανότητες. Ο πολιτικός πρέπει να ενεργήσει βάσει εκτιμήσεων που δεν μπορούν να αποδειχθούν τη στιγμή που τις κάνει. Η ιστορία θα τον κρίνει με βάση το πόσο σοφά χειρίστηκε την αναπότρεπτη αλλαγή και , πάνω απ’ όλα, πόσο καλά διατηρεί την ειρήνη».
*Ο Βίκτωρ Ισαάκ Ελιέζερ είναι δημοσιογράφος