Τράπεζες: Σε ποιους δίνουν δάνεια και πως
Τους πρώτους καρπούς στη χρηματοδότηση της πραγματικής Οικονομίας, αποδίδει η μείωση των κόκκινων δανείων και η βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στις τράπεζες.
Τα πρώτα ενθαρρυντικά σημάδια για τη συμβολή των τραπεζών στην προοπτική της διατηρήσιμης, και με υψηλούς ρυθμούς, ανάπτυξης που χρειάζεται η ελληνική Οικονομία, είναι ορατά στην αύξηση της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις. Η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, που είναι και το πιο κρίσιμο τμήμα για την ανάπτυξη, είναι ήδη σε θετικό έδαφος σε ετήσια βάση (2,9%, 2,9% και 2,2% κατά τον Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους αντιστοίχως). Η θετική αυτή αλλαγή αναγνωρίζεται και στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα.
Ωστόσο, η εικόνα της θετικής πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα παραμένει συγκεχυμένη για το ευρύ κοινό, με την αίσθηση που επικρατεί να είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν δανειοδοτούν επαρκώς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επιβραδύνοντας, έτσι, την ανάπτυξη.
H εντύπωση αυτή επιβεβαιώνεται από μια πρώτη ματιά στα στατιστικά στοιχεία της ΤτΕ. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, τα δανειακά υπόλοιπα προς τον ιδιωτικό τομέα, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, μειώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2019 κατά 11,2% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους. Παρεμφερείς ρυθμοί μείωσης σημειώθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2019 και, μάλιστα, στο τμήμα των χορηγήσεων που αφορά στις επιχειρήσεις η μείωση ήταν κατά τι μεγαλύτερη.
Τι ισχύει πραγματικά με την πιστωτική επέκταση
Τελικά, λοιπόν, οι τράπεζες αυξάνουν τις χορηγήσεις ή κρατούν τις στρόφιγγες της ρευστότητας προς την πραγματική Οικονομία κλειστές;
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Eurobank και πρόεδρο του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, κ. Τάσο Αναστασάτο, την απόδειξη για το ότι οι τράπεζες αυξάνουν τις χρηματοδοτήσεις προς την Οικονομία, δίνουν οι αριθμοί που αφορούν τις καθαρές ροές.
“Τα στοιχεία της ΤτΕ για τα δανειακά υπόλοιπα προς τον ιδιωτικό τομέα αφορούν τις ακαθάριστες ροές. Εάν κάποιος κοιτάξει τις καθαρές ροές, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Οι καθαρές ροές, είτε σε απόλυτους αριθμούς είτε σε ρυθμούς μεταβολής, υπολογίζονται αφού ληφθούν υπόψη οι αναταξινομήσεις και μεταβιβάσεις δανείων και εταιρικών ομολόγων, οι διαγραφές, καθώς και οι συναλλαγματικές διαφορές. Οι αναταξινομήσεις είναι σημαντικό τμήμα της εικόνας, καθόσον περιλαμβάνουν ενέργειες στις οποίες προβαίνουν οι τράπεζες για να μειώσουν το απόθεμα των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, όπως πωλήσεις δανείων. Από τα σχετικά στοιχεία διαπιστώνεται ότι, από τα 13 δις ευρώ που μειώθηκαν τα ακαθάριστα υπόλοιπα των δανείων από την αρχή του έτους μέχρι και τον Σεπτέμβριο, οι αναταξινομήσεις αντιστοιχούσαν σε 9,1 δις ευρώ, οι διαγραφές σε 3,3 δις ευρώ και οι συναλλαγματικές διαφορές σε 380 εκατ. ευρώ.
Αντιθέτως, τα καθαρά επίπεδα χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα έχουν ήδη σταθεροποιηθεί. Οι μηνιαίες καθαρές ροές τείνουν προς το μηδέν (- 721 εκατ. ευρώ, – 402 εκατ. και -92 εκατ. τον Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους αντιστοίχως) και το ίδιο ισχύει για τα προσαρμοσμένα υπόλοιπα χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα (-0,1%, -0,1% και -0,5% σε ετήσια βάση τους ίδιους μήνες)”, λέει ο κ. Αναστασάτος.
Με απλά λόγια, η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας έχει γυρίσει σε θετικό έδαφος, έστω κι αν αυτό δεν είναι ξεκάθαρα ορατό – για καθαρά τεχνικούς λόγους – στη συνολική στατιστική απεικόνιση.
Μια ματιά στα κλαδικά στοιχεία αποδεικνύει ότι οι κλάδοι με τους υψηλότερους ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης είναι ο τουρισμός, η ενέργεια και οι υπηρεσίες εφοδιαστικής αλυσίδας. Όπως σημειώνει ο κ. Αναστασάτος, σχετική μελέτη της Eurobank είχε αναδείξει από τον Απρίλιο του 2018 τους τρεις αυτούς κλάδους μεταξύ αυτών με τις δυναμικότερες προοπτικές (Καραβίας-Αναστασάτος, “Ενέργεια, Logistics, Τουρισμός: Προοπτικές των Κλάδων, Επενδυτικά Σχέδια σε Εξέλιξη και Συνεισφορά τους στο ΑΕΠ”, Επιθεώρηση Οικονομία & Αγορές, Τόμος XII, Τεύχος 1, Απρίλιος 2018).
Τι βοήθησε την αύξηση των χρηματοδοτήσεων
Η ανάκαμψη των χρηματοδοτήσεων από το τραπεζικό σύστημα κατέστη δυνατή από τη σημαντική βελτίωση στη θέση ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών.
Μεταξύ Ιανουαρίου 2018 – Σεπτεμβρίου 2019 οι ιδιωτικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά περίπου 13 δισ. ευρώ, ενώ μεταξύ Απριλίου 2017 – Αυγούστου 2019 τα μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος μειώθηκαν κατά 19 δισ. ευρώ. Επιπλέον, η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε χρηματοδότηση από τη διατραπεζική αγορά βελτιώθηκε σημαντικά (22 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2019 έναντι 10 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο του 2015). Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές τράπεζες μηδένισαν την εξάρτησή τους από την έκτακτη χρηματοδότηση της ΤτΕ (ELA) και περιόρισαν την έκθεση στην ΕΚΤ σε μόλις 7,5 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2019, έναντι συνδυασμένης έκθεσης 126,6 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2015. Η πλήρης άρση των κεφαλαιακών ελέγχων τον περασμένο Σεπτέμβριο λειτούργησε ως επιπλέον τόνωση της καταθετικής εμπιστοσύνης.
Η πρόκληση την οποία αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες αφορά τον ακόμη μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και σε αυτό το πεδίο όμως οι τράπεζες υπεραποδίδουν έναντι των στόχων, οι οποίοι έχουν τεθεί από τις εποπτικές αρχές.
Υπάρχει προσφορά, παραμένει περιορισμένη η ζήτηση
Με τα δεδομένα αυτά, η πιστωτική επέκταση θα μπορούσε να είναι ακόμη ταχύτερη, αν υπήρχε μεγαλύτερη, υγιής ζήτηση για νέα δάνεια.
Πρόκειται για μια επισήμανση που κάνουν συχνά οι τράπεζες, τονίζοντας ότι το θέμα δεν είναι η προσφορά δανείων, αλλά η ζήτηση.
“Παρότι η ζήτηση για δάνεια έχει ανακάμψει από πέρυσι, παραμένει ένα μικρό μέρος των προ κρίσης επιπέδων. Επιπλέον, δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις της ποιότητας που θα επέτρεπε τη χρηματοδότηση. Ας μην ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος των ιδιωτών και επιχειρήσεων που έλαβαν δάνεια τα προηγούμενα χρόνια δεν τα εξυπηρετούν και οι επενδυτικές ιδέες οι οποίες διεκδικούν χρηματοδότηση δεν συνοδεύονται πάντα από βιώσιμα επενδυτικά πλάνα. Αλλά και τα νοικοκυριά είναι πιο διστακτικά, όσο έχουν ακόμη αβεβαιότητα για τις οικονομικές τους προοπτικές. Η δύσκολη εμπειρία του παρελθόντος μειώνει τη διάθεση για υψηλά ποσοστά χρηματοδότησης”, αναφέρει ο κ. Αναστασάτος.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι ο λόγος για την ακόμη μειωμένη ζήτηση δεν είναι τα επιτόκια. Όπως αναφέρει, τα πολύ χαμηλά επιτόκια παρέμβασης της ΕΚΤ έχουν οδηγήσει τα συνολικά επιτόκια σε χαμηλότερα επίπεδα από προηγούμενα χρόνια. “Είναι αληθές ότι ο κίνδυνος χώρας οδήγησε τις ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης (και άρα πιστοδότησης) έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, η σταδιακή εξομάλυνση των μακροοικονομικών συνθηκών και ο περιορισμός της αβεβαιότητας έχει οδηγήσει σε σωρευτική μείωση των επιτοκίου δανεισμού των επιχειρήσεων κατά περίπου 300 μονάδες βάσης από το 2011. Όσο η μακροοικονομική βελτίωση συνεχίζεται, υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω συμπίεσης του κινδύνου χώρας και άρα των επιτοκιακών περιθωρίων (spreads)”, επισημαίνει.
Σύμφωνα με τις τράπεζες, η πιστωτική επέκταση θα ανακάμπτει όσο θα βελτιώνονται οι συνθήκες στην Οικονομία, θα παρουσιάζονται επενδυτικές ευκαιρίες, οι επιχειρήσεις θα είναι πρόθυμες να αναλαμβάνουν ρίσκο και τα νοικοκυριά θα αισθάνονται σιγουριά για τα μελλοντικά τους εισοδήματα. Αυτή τη φορά, οι πιστοδοτήσεις θα συνεισφέρουν στη στροφή της Οικονομίας προς ένα πιο βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης με οδηγό τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Και όπως επισημαίνεται, δεν θα επαναληφθούν οι υπερβολές του παρελθόντος με την ταχύτατη αύξηση των δανειοδοτήσεων που κατευθύνθηκαν στην κατανάλωση, συμβάλλοντας στον εκτροχιασμό του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών.