Ουκρανία: Η Ευρώπη πληρώνει, αλλά διστάζει να δράσει
Η απόφαση για νέα χρηματοδότηση αποκαλύπτει την διστακτικότητα της Ε.Ε. να αξιοποιήσει τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια, εντείνοντας την αβεβαιότητα.
Η Ουκρανία θα λάβει τη χρηματοδότηση που χρειάζεται, γεγονός που δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Ωστόσο, η στάση της Ευρώπης απέναντι στο ζήτημα παραμένει αντικείμενο συζήτησης, με την τρέχουσα προσέγγιση να μοιάζει περισσότερο με υποχώρηση παρά με στρατηγική επιλογή. Το πακέτο ύψους περίπου 90 δισεκατομμυρίων ευρώ, που συμφωνήθηκε από τις «27» χώρες μέλη, παρουσιάστηκε ως απόδειξη ενότητας και σταθερότητας στη στήριξη προς το Κίεβο. Στην πραγματικότητα, η απόφαση αυτή αναδεικνύει για άλλη μια φορά τα όρια της ευρωπαϊκής βούλησης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επέλεξε να καλύψει το κόστος από τον δικό της προϋπολογισμό, μέσω κοινού δανεισμού, αντί να αξιοποιήσει τα παγωμένα ρωσικά κρατικά κεφάλαια που βρίσκονται εντός ευρωπαϊκού εδάφους. Η επιλογή αυτή δεν ήταν ουδέτερη, αλλά σαφώς πολιτική.
Ειδικότερα, περίπου 210 δισεκατομμύρια ευρώ ρωσικών αποθεματικών παραμένουν παγωμένα στην Ευρώπη, με τον κύριο όγκο τους να φυλάσσεται στην βελγική Euroclear. Αυτά τα κεφάλαια δεσμεύτηκαν ως απάντηση στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στο πλαίσιο ενός πακέτου κυρώσεων που θα έπρεπε να έχει ουσιαστικό οικονομικό και πολιτικό αντίκτυπο. Εντούτοις, στην πράξη, τα κεφάλαια αυτά κατέληξαν να αποτελούν σύμβολο ακινησίας και όχι μοχλό πίεσης. Η Ευρώπη τα κρατά, τα δείχνει στη Μόσχα, αλλά δεν τα χρησιμοποιεί.
Αυτό το αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής επιλογής είναι σαφές: η Ρωσία, άλλη μια φορά, φαίνεται να επιβάλλεται στις «27» χωρίς να χρειάζεται να ασκήσει ουσιαστική πίεση, παρά μόνο με απειλές και χωρίς κλιμάκωση. Η προσεκτική χρήση του διπλωματικού της κεφαλαίου από τη Μόσχα της έχει δώσει την άμεση αντίληψη ότι η Ε.Ε. δυσκολεύεται να μετατρέψει την οικονομική της ισχύ σε πολιτικές αποφάσεις υψηλού ρίσκου – μια αδυναμία που, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι πλέον κρυφή.
Η συζήτηση γύρω από νομικούς κινδύνους, προηγούμενα στο Διεθνές Δίκαιο και τη σταθερότητα του ευρώ, λειτούργησε ως άλλοθι για την αδράνεια. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε ένα πακέτο χρηματοδότησης που επιβαρύνει τους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς, αφήνοντας ανέγγιχτο τον βασικό μοχλό πίεσης προς τη Μόσχα. Σε μια περίοδο όπου η Ρωσία φαίνεται να ανακτά διπλωματικό έδαφος, ιδιαίτερα μετά τις νέες ισορροπίες με την Ουάσινγκτον, το μήνυμα που εκπέμπεται δεν είναι αποτρεπτικό, αλλά μήνυμα αναμονής. Η Μόσχα κατανοεί ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της, καθώς η Ευρώπη εγκλωβίζεται σε εσωτερικές αντιφάσεις.
Η απόφαση αυτή λαμβάνεται σε μια κρίσιμη συγκυρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ παραμένουν ο κύριος στρατιωτικός υποστηρικτής της Ουκρανίας, δείχνουν μια ολοένα και πιο αμφίσημη πολιτική στάση. Η Ουάσινγκτον δεν αποσύρεται, αλλά ούτε και αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο. Αυτό το κενό θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για την Ευρώπη. Αντί γι’ αυτό, η Ένωση επέλεξε μια διαχειριστική λύση, μια λύση που δεν προκαλεί εσωτερικές συγκρούσεις, δεν δοκιμάζει τα όρια του Διεθνούς Δικαίου και, κατά συνέπεια, δεν αλλάζει τους συσχετισμούς. Έτσι, η χρηματοδότηση της Ουκρανίας μετατρέπεται σε τεχνικό ζήτημα, ενώ στην πραγματικότητα είναι βαθιά πολιτική. Το ποιος πληρώνει, ποιος ρισκάρει και ποιος προστατεύεται, αποτελεί θεμελιώδες μέρος της γεωπολιτικής εξίσωσης.
Στο επίκεντρο αυτής της εξίσωσης βρίσκεται το Βέλγιο, χώρα φιλοξενίας σημαντικών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και, μέσω της Euroclear, κάτοχος του μεγαλύτερου όγκου παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, το Βέλγιο επέλεξε να θέσει φρένο. Η βελγική στάση δεν ήταν απλή εθνική επιφύλαξη, αλλά καθοριστική για την τελική απόφαση. Αντιμετωπίζοντας ανησυχίες για νομικές προσφυγές, κρατική ευθύνη και κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική αξιοπιστία, υπερίσχυσαν της πολιτικής διάστασης. Αναπόφευκτα, γεννάται το ερώτημα: Μπορεί μια χώρα να φέρει το βάρος του θεσμικού πυρήνα της Ευρώπης και ταυτόχρονα να αποσυρθεί όταν καλείται να λάβει μια απόφαση με ιστορικό αντίκτυπο; Η επιλογή του Βελγίου, αν και νόμιμη, αποκαλύπτει πώς η Ευρώπη διαχειρίζεται το δικό της βάρος.
Τέλος, υπάρχει το ζήτημα της επάρκειας. Το πακέτο των 90 δισεκατομμυρίων ευρώ παρουσιάζεται ως κάλυψη για δύο έτη, αλλά οι αριθμοί δεν υποστηρίζουν αυτή την αφήγηση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Κιέβου, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ουκρανίας για το επόμενο έτος αναμένεται να φτάσει τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ, καλύπτοντας μόνο τις βασικές λειτουργίες του κράτους – μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες. Αυτό δεν περιλαμβάνει πλήρως τη στρατιωτική προσπάθεια, την ανασυγκρότηση ή τις ζημιές στις υποδομές. Επομένως, τα 90 δισεκατομμύρια δεν αποτελούν λύση δύο ετών, αλλά ανάσα ενός έτους, με την προσδοκία για το επόμενο. Αυτό σημαίνει ότι η συζήτηση για τη χρηματοδότηση θα επανέλθει σύντομα, με νέα πακέτα και διαπραγματεύσεις, και, αν δεν αλλάξει κάτι, με τις ίδιες ευρωπαϊκές αμφιταλαντεύσεις.
Η Ευρώπη στήριξε και εξακολουθεί να στηρίζει την Ουκρανία, αλλά αυτή τη φορά δεν τόλμησε να αντιμετωπίσει την κρισιμότητα της στιγμής. Προτίμησε να διαχειριστεί τον κίνδυνο αντί να τον αναλάβει, να πληρώσει αντί να συγκρουστεί. Έτσι, για άλλη μια φορά, η Ρωσία διαπιστώνει ότι απέναντί της δεν έχει μια Ε.Ε. έτοιμη να αξιοποιήσει πλήρως την ισχύ της, αλλά μια Ένωση που φοβάται το πολιτικό βάρος των αποφάσεών της. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η Ουκρανία θα συνεχίσει να λαμβάνει βοήθεια, αλλά αν η Ευρώπη, πληρώνοντας επανειλημμένα, αποδέχεται σιωπηρά έναν δευτερεύοντα ρόλο σε μια σύγκρουση που εξελίσσεται στην ίδια της την ήπειρο. Και αν αυτή η επαναλαμβανόμενη υποχώρηση τελικά θα μετατραπεί σε κανονικότητα.

