Νέος Οικοδομικός Κανονισμός: Δήμαρχος ζητά βιώσιμη ανάπτυξη και σέβεται τη φυσιογνωμία των περιοχών
Ο Μπάμπης Μονάτσος ζητά να μπει φρένο στην ανεξέλεγκτη δόμηση, τονίζοντας την ασφυξία του Λεκανοπεδίου και την ανάγκη συλλογικής δράσης.
Σαφές και ηχηρό μήνυμα υπέρ της βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και κατά της ανεξέλεγκτης δόμησης, έστειλε ο δήμαρχος Φιλοθέης–Ψυχικού, Μπάμπης Μονάτσος, κατά την τοποθέτησή του στην εκδήλωση για το Προεδρικό Διάταγμα που αφορά τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό (ΝΟΚ), η οποία διοργανώθηκε από τον Δήμο στο Κολέγιο Αθηνών.
Ο δήμαρχος ξεκαθάρισε εξαρχής ότι κανείς στους δήμους δεν είναι αντίθετος με την ανάπτυξη. «Είμαστε υπέρ της ανάπτυξης, αλλά της ανάπτυξης που είναι βιώσιμη και σέβεται τη φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα των περιοχών μας», τόνισε. Περιέγραψε με παραστατικό τρόπο την εικόνα που όλοι αναγνωρίζουν στις γειτονιές της Αττικής: οικόπεδα που φιλοξενούσαν μια μονοκατοικία και μέσα σε μια νύχτα μετατράπηκαν σε κτίρια-«κουτιά», χτισμένα από άκρη σε άκρη, αξιοποιώντας στο έπακρο τις ευνοϊκές –κατά τα άλλα– διατάξεις του ΝΟΚ. «Κάτι τέτοιο δεν το θέλει κανένας», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στην πρώτη βασική παραδοχή του, ο κ. Μονάτσος μίλησε για τη ριζική αλλαγή που έχει υποστεί το Λεκανοπέδιο Αττικής τις τελευταίες δεκαετίες. Θύμισε ότι ήδη από τη δεκαετία του ’80 το κράτος μιλούσε για αποκέντρωση, μια πολιτική που –όπως είπε– ουδέποτε επιτεύχθηκε. Αντίθετα, η χώρα κατέληξε να συγκεντρώνεται σε μια «κουκκίδα γης», με αποτέλεσμα η Αθήνα και οι περιαστικές περιοχές να ασφυκτιούν. Οι δήμοι, όπως ανέφερε, δέχονται καθημερινά παράπονα πολιτών για τον όγκο των αυτοκινήτων και για τη μεταμόρφωση των γειτονιών τους. «Οι περιοχές μας είχαν σχεδιαστεί για να φιλοξενήσουν συγκεκριμένο αριθμό κατοίκων και οχημάτων. Σήμερα αυτό το όριο έχει ξεπεραστεί», υπογράμμισε, επισημαίνοντας ότι ο νέος Οικοδομικός Κανονισμός έρχεται να «προσθέσει πλάκα» σε ένα ήδη οξυμένο πρόβλημα.
Ο δήμαρχος αναγνώρισε ότι στο παρελθόν υπήρξαν υποχωρήσεις, ιδιαίτερα σε περιοχές με αυστηρό οικιστικό χαρακτήρα, όπως το Νέο Ψυχικό. Μονοκατοικίες που φιλοξενούσαν μια οικογένεια έπρεπε, με την πάροδο του χρόνου, να καλύψουν τις στεγαστικές ανάγκες περισσότερων μελών. «Σε έναν βαθμό, αυτές οι υποχωρήσεις ήταν κατανοητές. Όμως όλα έχουν ένα όριο. Και σήμερα αισθανόμαστε ότι αυτό το όριο έχει ξεπεραστεί», ανέφερε.
Στη δεύτερη παραδοχή του, ο κ. Μονάτσος στάθηκε στη διαχρονική υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, επισημαίνοντας ότι, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, το πρόβλημα παραμένει το ίδιο εδώ και δεκαετίες. Παράλληλα, άσκησε κριτική στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων χωρίς τη συμμετοχή των δήμων, φέρνοντας ως παραδείγματα τόσο τον ΝΟΚ όσο και τη μεταφορά των Υπηρεσιών Δόμησης από τους δήμους στην «Ελληνικό Κτηματολόγιο Α.Ε.». «Αντί το κράτος να στέκεται δίπλα στους δήμους –που είναι το πρώτο σημείο επαφής του πολίτη με το κράτος– επιλέγει συχνά να πηγαίνει απέναντι», σημείωσε, υπογραμμίζοντας ότι οι δήμοι θα έπρεπε να έχουν τα εργαλεία και τον λόγο για να διαμορφώνουν οι ίδιοι το μέλλον των περιοχών τους.
Η τρίτη παραδοχή του δημάρχου είχε θετικό πρόσημο. Όπως τόνισε, κάθε φορά που οι δήμοι πίεσαν συλλογικά, σε συνεργασία με φορείς και συλλογικότητες, πέτυχαν σημαντικές νίκες. Υπενθύμισε ιστορικά παραδείγματα, όπως τη δικαίωση στο ζήτημα της μεταφοράς συντελεστή δόμησης στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αλλά και πιο πρόσφατες επιτυχίες: τις παρεμβάσεις στον άξονα της Κηφισίας ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων και την τροπολογία της «Μεγάλης Τρύπας», που, μετά από πιέσεις των δήμων Φιλοθέης–Ψυχικού και Κηφισιάς, εξαιρέθηκαν συγκεκριμένες περιοχές από διατάξεις του ΝΟΚ. «Μπορεί να είναι σημειακές νίκες, αλλά δίνουν ελπίδα», σημείωσε.
Κλείνοντας, ο Μπάμπης Μονάτσος υπογράμμισε ότι οι δήμοι και οι τοπικές κοινωνίες έχουν «όλη τη δύναμη και όλο το δίκιο με το μέρος τους» για να υπερασπιστούν την ποιότητα ζωής και τον χαρακτήρα των περιοχών τους. «Το οφείλουμε σε εμάς, στα παιδιά μας και στις επόμενες γενιές», ανέφερε, καλώντας σε συλλογική δράση απέναντι στη συνεχιζόμενη αστικοποίηση του Λεκανοπεδίου Αττικής. Το μήνυμα ήταν σαφές: η ανάπτυξη δεν απορρίπτεται, αλλά δεν μπορεί να προχωρά χωρίς όρια, χωρίς διάλογο με την Αυτοδιοίκηση και χωρίς σεβασμό στις πόλεις και τους ανθρώπους τους.