Χρήστος Λούλης: Η μεταμορφωτική δύναμη του θεάτρου και η ωμότητα της τέχνης
Ο ηθοποιός μιλά για την έντονη εμπειρία του στο έργο «Cleansed» το 2001 και την επανεμφάνισή του, αναδεικνύοντας την ισορροπία μεταξύ πόνου και ευχαρίστησης στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Ο Χρήστος Λούλης, με αφορμή τη συμμετοχή του στη νέα σκηνοθεσία του «Cleansed» από τον Δημήτρη Καραντζά, μοιράστηκε στο «Στούντιο 4» μια βαθιά, σχεδόν διαμορφωτική εμπειρία που βίωσε το 2001, όταν πρωτοεμφανίστηκε στο ίδιο έργο υπό τη σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή.
Ανατρέχοντας σε εκείνη την πρώτη του επαφή με το έργο της Sarah Kane, ο Λούλης περιέγραψε πώς αντιμετώπισε με ωμότητα τον μηχανισμό του έρωτα και της απώλειας. «Νιώθεις να αδειάζεις, νιώθεις να γίνεσαι μηδέν, τίποτα», δήλωσε, παραλληλίζοντας την εμπειρία αυτή με την αίσθηση που προκαλεί μια ερωτική απογοήτευση, όπου η απουσία φωτός και η απουσία αύριο γίνονται κυρίαρχα. Τόνισε δε, πως σε περιπτώσεις προδοσίας στον έρωτα, οι «αδυσώπητες» διαπραγματεύσεις και οι «αδυσώπητες» τιμωρίες μεταξύ των ανθρώπων οδηγούν στην απώλεια της ύπαρξης. «Εάν υποσχεθείς κάτι σε έναν άνθρωπο που σε αγαπάει και τον αγαπάς και δεν το κάνεις, μετά όχι μόνο δεν μπορείς να δεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, αλλά έχεις πάψει να υπάρχεις και για τον άλλον. Δηλαδή μιλάς και δεν σε ακούει. Είσαι σαν να μην έχεις γλώσσα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Για τον ίδιο, η παράσταση του 2001 λειτούργησε ως μια ακραία διαδικασία μετάβασης. «Πέρασα μέσα από ένα πολύ βαθύ και στενό, αλλά και πολύ ουσιαστικό λούκι. Ήταν σαν να βγήκα μετά από αυτή την παράσταση γεννημένος αλλιώς», εξήγησε. Επεσήμανε ότι τόσο οι τραυματικές όσο και οι αναζωογονητικές εμπειρίες χαρακτηρίζονται από μια «φοβερή ισορροπία μεταξύ του πόνου και της ευχαρίστησης». «Στον πόνο ευχαριστιέσαι, επειδή νιώθεις ότι κάτι κάνεις που μετράει και αξίζει τον κόπο, αλλά και με την προσδοκία ότι αυτός ο πόνος θα περάσει», συμπλήρωσε. Στην παράσταση του 2001, παρά τον «πολύ μεγάλο πόνο, μεγάλη ταλαιπωρία, μεγάλη καταβύθιση στα τρίσβαθα ενός πράγματος που έχουμε όλοι μέσα μας», υπήρχαν παράλληλα «πάρα πολλά παράθυρα που άνοιγαν μέσα στο μυαλό μου», με αποτέλεσμα να νιώθει ότι «μεγάλωνε δέκα χρόνια» κάθε εβδομάδα.
Ο πρωταγωνιστής παραδέχεται ότι η επάνοδος στο έργο τον βρίσκει ως «άλλον άνθρωπο». «Είμαι ένας άλλος άνθρωπος. Πιο μεγάλος, πατέρας. Είναι και μια άλλη εποχή», ανέφερε. Σήμερα, η προσέγγιση των ανθρώπων στο θέατρο έχει αλλάξει. «Τώρα οι άνθρωποι στο θέατρο έχουν βάλει ένα στοίχημα με τον εαυτό τους: να μπορέσουμε να κάνουμε ουσιαστικό θέατρο αλλά με όρους χαράς, όχι με όρους καταπίεσης», δήλωσε. Αντιθέτως με το παρελθόν, όπου επικρατούσε η αντίληψη του «πρέπει να κόψεις τις φλέβες σου για να βγεις στη σκηνή», τώρα επιδιώκεται η ουσιαστική ερμηνεία «με χαρά δική μας», θέτοντας τον εαυτό «στη μέγγενη αυτού του έργου» για να προκύψει ένα «διαμαντάκι», το οποίο θα είναι «δικό μας».
Η σχέση του Λούλη με την υποδοχή του κοινού στην πρώτη παράσταση, το 2001, περιγράφηκε ως «εκρηκτική». «Φεύγανε και βρίζανε καμιά φορά. Δεν τους ένοιαζε αν κάνουν φασαρία. Λέγανε ‘ντροπή σας’, ‘τι απρέπειες είναι αυτές’», θυμήθηκε. Παρότι νεαρός τότε και «χεστών πάνω του λιγάκι», κάτι μέσα του το απολάμβανε. «Ήταν ένας αντίστροφος ναρκισσισμός. Λέγαμε ότι αν δεν φύγουν σήμερα δέκα, κάτι δεν κάνουμε καλά», κατέληξε.