Η Τοπική Αυτοδιοίκηση και η μάχη κατά της νεανικής παραβατικότητας: Μια νέα μελέτη αποκαλύπτει κενά και προτάσεις
Έρευνα του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης ρίχνει φως στις ανάγκες και τις δυνατότητες των δήμων στην αντιμετώπιση σύνθετων κοινωνικών ζητημάτων.
Μια κρίσιμη μελέτη για τη νεανική παραβατικότητα, που αναδεικνύει τον ρόλο και τις αδυναμίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, παρουσίασε το Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΙΤΑ) σε συνεργασία με την GPO και ομάδα πανεπιστημιακών. Στόχος της έρευνας, που διεξήχθη τον Ιούνιο του 2025, ήταν η συστηματική καταγραφή των αντιλήψεων για το φαινόμενο, η ανάδειξη των παραγόντων που το συντηρούν και, κυρίως, η αξιολόγηση των δυνατοτήτων των δήμων στην αντιμετώπισή του.
Η μελέτη, επιστημονικός υπεύθυνος της οποίας ήταν ο Παπαργύρης Συρμαλής, αξιοποίησε ένα πολυεπίπεδο εργαλείο, συνδυάζοντας ποιοτικές και ποσοτικές έρευνες. Περιλάμβανε 30 συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς, 17 σε ομαδικές συζητήσεις, 15 συνεντεύξεις με ειδικούς (κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, αστυνομικούς), καθώς και ποσοτικές έρευνες στον γενικό πληθυσμό (1.000 άτομα) και σε νέους 16-24 ετών (600 άτομα).
Η εγκληματολόγος Έλενα Συρμαλή, επιστημονική συνεργάτιδα της GPO, τόνισε ότι η νεανική παραβατικότητα, αν και διαχρονικό φαινόμενο, σήμερα χαρακτηρίζεται από χαμηλότερα όρια ηλικίας, αυξανόμενη συμμετοχή κοριτσιών και επαναλαμβανόμενες προβληματικές συμπεριφορές. Αναγνώρισε διάφορους τύπους παραβατικότητας, όπως την οργανωμένη, την ομαδική, την ατομική και την περιστασιακή, με τις πιο συχνές μορφές να περιλαμβάνουν επιθετικές συμπεριφορές, κλοπές και χρήση ουσιών.
Είναι καίριας σημασίας η επισήμανση ότι η νεανική παραβατικότητα δεν οφείλεται σε μονοδιάστατες αιτίες, αλλά σε ένα σύνθετο πολυπαραγοντικό φαινόμενο που περιλαμβάνει ατομικούς, ψυχολογικούς, πολιτισμικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Η μελέτη εστιάζει σε άξονες όπως η ανομία, ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου, ο κοινωνικός στιγματισμός και το ευρύτερο κοινωνικό οικοσύστημα. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην αποφυγή του όρου «εγκληματικότητα ανηλίκων», προκρίνοντας τον όρο «παραβατικότητα ανηλίκων» για την αποφυγή του στιγματισμού.
Οι αφηγήσεις εκπαιδευτικών και ειδικών αναδεικνύουν την οικογένεια ως τον πρώτο κρίσιμο παράγοντα, λόγω δυσλειτουργιών και δυσκολίας των γονέων να θέσουν όρια. Το σχολείο αντιμετωπίζει θεσμικές δυσλειτουργίες και κόπωση του προσωπικού, ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιδεινώνουν το πρόβλημα, εκθέτοντας τους νέους σε βία και χυδαιότητα.
Το πιο αιχμηρό κομμάτι της έρευνας αφορά την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Οι συμμετέχοντες εκφράζουν δυσπιστία, αγνοούν την ύπαρξη σχετικών δημοτικών υπηρεσιών και αναφέρουν έλλειψη δομών, πρόληψης και υποστήριξης. Οι δήμοι εμφανίζονται να αρκούνται σε τυπική συνεργασία με τα σχολεία, ενώ υπάρχει απουσία σε περιόδους κρίσεων και έλλειψη οργανωμένης πρόληψης. Παρόλα αυτά, η κοινωνία επιθυμεί ενεργούς δήμους, με το 78,4% του γενικού πληθυσμού και το 77,2% των νέων να πιστεύουν ότι μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου.
Οι προτάσεις από τους ανθρώπους της πρώτης γραμμής περιλαμβάνουν την ίδρυση Σχολών Γονέων, συστηματική παρουσία ειδικών στα σχολεία και τους δήμους, τη δημιουργία κοινοτικών χώρων δημιουργικής απασχόλησης, στενότερη συνεργασία δήμων-σχολείων και προγράμματα διαπολιτισμικής συνύπαρξης. Το κεντρικό μήνυμα είναι «Δεν μπορείς να αλλάξεις το παιδί αν δεν προσεγγίσεις την οικογένεια».
Ο αναπληρωτής καθηγητής Χριστόφορος Καμνάκης πρότεινε ένα σχέδιο δράσης πέντε πυλώνων, με κεντρικό ρόλο στην ΚΕΔΕ. Αυτοί οι πυλώνες περιλαμβάνουν τη διασύνδεση κοινωνικών υπηρεσιών, την ύφανση δικτύου συνεργασίας, την ενημέρωση και κοινή γλώσσα, την κοινοτική δράση και τη διαβουλευτική δημοκρατία με συμμετοχή των νέων, καθώς και την κοινωνική προστασία.
Συνοψίζοντας, η μελέτη του ΙΤΑ αναδεικνύει τη νεανική παραβατικότητα ως κοινωνική παθογένεια που αφορά ολόκληρη την κοινωνία. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, αν και αναγνωρίζεται ως κρίσιμος πυλώνας, εμφανίζεται συχνά ανενεργή. Η ζήτηση για πρόληψη, υποστήριξη και δομές είναι καθολική. Το μεγάλο στοίχημα είναι η μετατροπή των συμπερασμάτων της έρευνας σε συγκεκριμένα τοπικά σχέδια δράσης, η μετάβαση από τη θεωρία της «συνέργειας» στην πράξη και η «παρουσία» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με συνέχεια, συνέπεια και πόρους. Η μελέτη αυτή μπορεί να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για ένα νέο μοντέλο σχεδιασμού πολιτικών σε τοπικό επίπεδο.